Νευρολογικά προβλήματα
Τα τελευταία χρόνια η πρόοδος στην έρευνα για τον καρκίνο έχει συνδεθεί με την ανακάλυψη νέων χημειοθεραπευτικών φαρμάκων.
Πολλές φορές όμως τα πλεονεκτήματά τους αντισταθμίζονται από την εμφάνιση σημαντικών παρενεργειών.
Η νευροτοξικότητα ως παρενέργεια της ΧΜΘ αναφέρεται πιο συχνά σήμερα από ότι τα παλαιότερα χρόνια, κυρίως λόγω της ανάπτυξης νέων κυτταροστατικών φαρμάκων.
Υπολογίζεται ότι περίπου 60% των ασθενών που λαμβάνουν ΧΜΘ θα εμφανίσουν κάποιου βαθμού νευροτοξικότητα. Η μυελοτοξικότητα ήταν η κύρια μορφή τοξικότητας που απασχολούσε τόσο τους γιατρούς όσο και τους νοσηλευτές στο παρελθόν.
Τώρα όμως με την χρησιμοποίηση των αυξητικών παραγόντων (ερυθρο-ποιητίνη, GCSF) αντιμετωπίζεται ικανοποιητικά. Η νευροτοξικότητα αποτελεί πλέον μια σοβαρή δύσκολα αντιμετωπίσιμη κλινική οντότητα που επηρεάζει τον ασθενή ως βιοψυχοκοινωνική ολότητα καθώς και το οικογενειακό περιβάλλον.
Σε αντίθεση με τις άλλες παρενέργειες η νευροτοξικότητα δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή παρά μόνον όταν οι ασθενείς εμφανίσουν μια έντονη αλλαγή στο βάδισμα, ή απώλεια ισορροπίας ή αναφέρουν κάποιο υποκειμενικό σύμπτωμα.
Νευρολογικά προβλήματα
Με την χημειοθεραπεία παρέχεται θεραπεία, έλεγχος της νόσου ή ανακούφιση. Τα περισσότερα χημειοθεραπευτικά φάρμακα δρουν στον πολλαπλασιασμό και στην ανάπτυξη των καρκινικών κυττάρων.
Δυστυχώς, τα φάρμακα αυτά χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό παρενεργειών στα διάφορα συστήματα του οργανισμού, όπου ένα και από αυτά το νευρικό σήστημα. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες των αντινεοπλασματικών φαρμάκων μπορεί να είναι άμεσες δηλαδή, εμφανίζονται μετά από ώρες ή ημέρες από την χορήγησή τους ή απώτερες που σημαίνει εμφάνιση μετά από μήνες ή χρόνια.
Η νευροτοξικότητα έχει ως συνέπεια την εμφάνιση νευρολογικών προβλημάτων στους ασθενείς όπως: περιφερική νευροπάθεια, εγκεφαλοπάθεια, άνοια, επιληπτικές κρίσεις, παρεγκεφαλιδικό σύνδρομο, νευροπάθεια κρανιακών νεύρων, μυοπάθεια, τοξικότητα νωτιαίου μυελού που αποτελεί μια σοβαρή παρενέργεια της χημειοθεραπείας. Τα νευρολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ασθενείς με καρκίνο μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε 3 ομάδες:
- Προβλήματα που σχετίζονται με τον καρκίνο: Ενδοκράνιες μάζες, παρανεοπλασματικά σύνδρομα, προσβολή μηνίγγων κ.τ.λ.
- Προβλήματα που δεν σχετίζονται με τον καρκίνο ή την χημειοθεραπεία: μεταβολική εγκεφαλοπάθεια, αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, λοιμώξεις ΚΝΣ κ.τ.λ.
- Ιατρογενή αίτια: ναρκωτικά αναλγητικά, υπνωτικά, αντιεμετικά, γλυκοκορτικοστεροειδή, ακτινοβολία στον εγκέφαλο, ανοσοθεραπεία και χημειοθεραπεία. Η νευροτοξικότητα που εκδηλώνεται σχετίζεται άμεσα με την περιοχή του εγκεφάλου που προσβάλλεται.
Επιδράσεις της Χημειοθεραπείας στο Νευρικό Σύστημα
Παράγοντες που καθορίζουν την δυνατότητα ενός χημειοθεραπευτικού να προκαλέσει νευροτοξικότητα είναι η ικανότητά του να επιδράσει σε νευρικά κύτταρα του κεντρικού, περιφερικού ή αυτονόμου νευρικού συστήματος καθώς και τυχόν προϋπάρχουσα νευρική βλάβη. Η εμφάνιση τοξικότητας από χημειοθεραπεία στο κεντρικό νευρικό σύστημα συχνά επηρεάζει την παρεγκεφαλίδα με αποτέλεσμα την πρόκληση αταξίας, ασταθούς βαδίσματος, μειωμένα αντανακλαστικά και σύγχυση.
Το περιφερικό νευρικό σύστημα αποτελεί το δίκτυο των κρανιακών και σπονδυλικών νεύρων που διακλαδίζονται από τον εγκέφαλο και την σπονδυλική στήλη σε ολόκληρο το ανθρώπινο σώμα. Διακρίνονται σε κινητικά, αισθητικά και μικτά νεύρα. Το σύστημα αυτό περιλαμβάνει (εμμύελες και αμύελες ίνες- νευρώνες).
Είναι υπεύθυνο για την αντίληψη του πόνου, της θερμοκρασίας, της θέσης του σώματος, για την μετάδοση σημάτων στους μυς καθώς και για την σπλαχνική λειτουργία που ρυθμίζεται από τις αυτόνομες νευρικές ίνες. Η μυελίνη λειτουργεί σαν ηλεκτρικός απομονωτής. Όταν καταστραφεί έχουμε διακοπή των ηλεκτρικών σημάτων.
Το φυτικό ή αυτόνομο νευρικό σύστημα λειτουργεί χωρίς την θέλησή μας και συνδέεται λειτουργικά με την καρδιά, τους λείους μυς και τους αδένες. Η οποιαδήποτε τοξικότητα ή βλάβη μπορεί να οδηγήσει σε κάποιου βαθμού απώλεια της αισθητικής και της κινητικής λειτουργίας, σε παράλυση, πόνο, ειλεό, επίσχεση ούρων, δυσκοιλιότητα και ανικανότητα.
Οι τύποι νευροτοξικότητας που σχετίζονται με την χημειοθεραπεία μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως: εγκεφαλοπάθεια, παρεγκεφαλιδική τοξικότητα, παράλυση νεύρων του κρανίου, μυελοπάθεια και περιφερική νευροπάθεια. Οι ασθενείς θα πρέπει να αξιολογούνται πολύ προσεκτικά για τυχόν νευροπάθεια προτού αρχίσουν χημειοθεραπεία. Η αξιολόγηση πρέπει να περιλαμβάνει: α) την λήψη πλήρους ιστορικού, β) ενδελεχή φυσική εξέταση και γ) εάν ενδείκνυται, ηλεκτροφυσιολογική εκτίμηση.
Προϋπάρχοντα προβλήματα όπως: διαβήτης, έλλειψη βιταμινών προδιαθέτουν σε εμφάνιση νευροτοξικότητας. Η χημειοθεραπεία επιπροσθέτως μπορεί να οδηγήσει σε επιδείνωση - επιτάχυνση μιας προϋπάρχουσας νευροπάθειας.
Χημειοθεραπευτικά Φάρμακα και Νευροτοξικότητα
Τα παράγωγα της πλατίνας, τα αλκαλοειδή της Vinca, και οι ταξάνες, είναι από τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα χημειοθεραπευτικά φάρμακα και σχετίζονται με περιφερική νευροπάθεια. Ο τύπος της ίνας που προσβάλλεται καθορίζει και την κλινική εικόνα της νευροπάθειας.
- Πλατίνα: Η πλατίνα καταστρέφει τις μεγάλες νευρικές ίνες (απομυελοποίηση). Η νευροτοξικότητα συνήθως είναι δοσοεξαρτώμενη. Η επίδραση της πλατίνας στο περιφερικό νευρικό σύστημα μπορεί να παραμείνει για δεκαετίες. Σε μία μελέτη, αρκετά χρόνια μετά την θεραπεία (μέσος όρος 15 χρόνια) με πλατίνα (cisplatin), 38% των ασθενών είχαν ασυμπτωματική νευροπάθεια, 28% συμπτωματική νευροπάθεια και 6% πολυνευροπάθεια με αναπηρία. Δόσεις πλατίνας που αθροιστικά φτάνουν τα 300-500 mg/m, επηρεάζουν το περιφερικό νευρικό σύστημα, οπότε εμφανίζεται αίσθημα καύσου, μούδιασμα στα δάχτυλα και στο πέλμα του ποδιού, απώλεια του αντανακλαστικού του αχίλλειου τένοντα (πρώιμα), απώλεια των εν τω βάθει τενοντίων αντανακλαστικών, αδυναμία (απώτερα) ενώ επηρεάζεται η αντίληψη του ήχου και η αντίληψη της θέσης του ατόμου.
- Αλκαλοειδή της Vinca: Τα αλκαλοειδή της Vinca ήταν τα πρώτα φάρμακα που βρέθηκε ότι εμφανίζουν νευροτοξικότητα προκαλώντας μια χρόνια επώδυνη πολυνευροπάθεια. Το φάρμακο που ενοχοποιείται κυρίως για την μεγαλύτερη τοξικότητα είναι η Βινκριστίνη. Και σε αυτήν την περίπτωση η νευροτοξικότητα είναι δοσοεξαρτώμενη. Παράγοντες κινδύνου είναι δόση μεγαλύτερη από 2 mg/m και προϋπάρχουσα νευροπάθεια. Εμφανίζεται απώλεια των εν τω βάθυ αντανακλαστικών, μουδιάσματα, αίσθημα καύσου στα δάχτυλα, στα πόδια και στα χέρια, πάρεση, δυσκοιλιότητα, ορθοστατική υπόταση, επίσχεση ούρων, απώλεια αντίληψης του πόνου και της θερμοκρασίας, μυαλγία και αρθραλγία. Υπάρχει περίπτωση να επηρεαστούν τα νεύρα του κρανίου. Συχνά εμφανίζεται πόνος στην κάτω γνάθο. Πολλές φορές οι ασθενείς εμφανίζουν παράλυση των φωνητικών χορδών. Μπορεί να εμφανιστεί πρόβλημα στα αυτόνομα νεύρα με αποτέλεσμα δυσκοιλιότητα και ορθοστατική υπόταση. Για τον λόγο αυτό οι ασθενείς που λαμβάνουν αλκαλοειδή θα πρέπει να ελέγχουν τις κενώσεις τους και να αναφέρουν την οποιαδήποτε μεταβολή στον θεράποντα ιατρό τους. Άλλες φορές εμφανίζεται βλάβη στα κινητικά νεύρα, με αποτέλεσμα αδυναμία λυγίσματος του ποδιού.
- Ταξάνες: Οι ταξάνες προκαλούν αναστολή του αποπολυμερισμόυ των μικροσωληναρίων και επακόλουθα της συνέχισης της κυτταρικής διαίρεση. Στην βιβλιογραφία υπάρχουν πολλές έρευνες που ασχολούνται με την νευροτοξικότητα που σχετίζεται με την χορήγηση ταξανών. Σε όλες τις έρευνες αναφέρεται ότι η νευροτοξικότητα αποτελεί την σοβαρότερη παρενέργεια μετά την μυεολοτοξικότητα. Αν και ο μηχανισμός με τον οποίον οι ταξάνες προκαλούν νευροτοξικότητα δεν είναι πλήρως κατανοητός, φαίνεται ότι καταστρέφουν τον άξονα και προκαλούν απομυελοποίηση των νευρικών ινών, που οδηγεί στην καταστροφή τόσο των μεγάλων, όσο και των μικρών νευρικών ινών. Όπως και με την βινκριστίνη αρχικά καταστρέφονται οι μικρές νευρικές ίνες οι οποίες μεταφέρουν τα ερεθίσματα του πόνου και της θερμοκρασίας. Ο κίνδυνος για την εμφάνιση νευροτοξικότητας σχετίζεται με την αθροιστική δόση και τον συνδυασμό φαρμάκων. Αναφέρεται ότι το 60% των ασθενών που λαμβάνουν πακλιταξέλη (Τaxol) θα εκδηλώσουν κάποιου βαθμού νευροτοξικότητα. Νευροτοξικότητα εμφανίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό όταν χορηγείται σε συνδυασμό με πλατίνα. Η συχνότητα και η σοβαρότητα εμφάνισης νευροτοξικότητας από την χορήγηση πακλιταξέλη, σχετίζεται κυρίως με την αθροιστική δόση αλλά και τη διάρκεια έκχυσης μονήρης δόσης. Σπανίως εμφανίζεται σημαντική νευροτοξικότητα με μονοθεραπεία με πακλιταξέλη. Το ποσοστό εμφάνισης νευροτοξικότητας, μετά τη χορήγηση δοσεταξέλης (Taxotere), ασχέτως βαθμού, αναφέρεται ότι είναι περίπου 49% σε ασθενείς με φυσιολογική ηπατική λειτουργία. Η νευροτοξικότητα που σχετίζεται με τη χορήγηση δοσεταξέλης είναι μετρίου βαθμού εφόσον η αθροιστική δόση δεν ξεπερνά τα 600mg/m. Γενικά, η νευροτοξικότητα που προκαλείται από χορήγηση ταξανών εκδηλώνεται ως απώλεια αισθητικότητας, μουδιάσματα στα χέρια, πόδια, αίσθημα καύσου στα δάχτυλα και στα πόδια, μυαλγίες, αρθραλγίες, απώλεια των εν τω βάθυ τενόντιων αντανακλαστικών, αταξία και παραισθησία. Υπάρχουν και άλλα φάρμακα που προκαλούν νευροπάθεια όπως η ιφωσφαμόδη, η οξαλιπλατίνα και οι ιντερφερόνες σε υψηλές δόσεις.
Αντιμετώπιση της Νευροτοξικότητας
Σχετικά με την νευροτοξικότητα από χημειοθεραπεία στόχος είναι η πρόληψη της ανάπτυξης περιφερικής νευροπάθειας, η πρόληψη της επιδείνωσης προϋπάρχουσας νευροπάθειας, η μείωση της δυσανεξίας και του πόνου, η προσφορά ασφάλειας καθώς και η επίτευξη εκτέλεσης από τον ασθενή των καθημερινών του δραστηριοτήτων.
Δυστυχώς δεν υπάρχει επιτυχής μέθοδος πρόληψης εμφάνισης νευροτοξικότητας. Το μόνο που μπορεί να αποτρέψει την εκδήλωσή της είναι η πρώιμη διακοπή του φαρμάκου. Για τον λόγο αυτό, η σωστή διαχείριση έχει να κάνει με την σωστή αξιολόγηση, τον έλεγχο, την εκπαίδευση του ασθενούς και την έναρξη θεραπειών που προκαλούν συμπτωματική ανακούφιση.
Η αντιμετώπιση της νευροτοξικότητας περιοριζόταν στην αντιμετώπιση κυρίως του πόνου και των αισθητικών διαταραχών. Η χρησιμοποίηση των τρικυκλικών αντικαταθλιπτικών, των ανασταλτών διαύλων ιόντων και των βιταμινούχων συμπληρωμάτων έχει προσφέρει λίγα στην μέχρι τώρα αντιμετώπιση της νευροτοξικότητας.
Στην βιβλιογραφία αναφέρεται η προσπάθεια που γίνεται για την αντιμετώπιση ή πρόληψή της με την χρησιμοποίηση νέων ουσιών όπως ACTH (Org2766), Aminofistine (WR-2771), Reduced Glutathione (GSH) 21-25. Έρευνα γίνεται και ως προς την νευροπροστασία από τα χημειοθεραπευτικά φάρμακα. Στην βιβλιογραφία αναφέρονται μελέτες με την χρησιμοποίηση ουσιών όπως: Leukaemia inhibiting factor(LIF, AM 424), Insulin-like growth factor-I (IGF-I), Neurotrophins και γλουταμίνης.
Υπάρχουν και μη φαρμακολογικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της νευροτοξικότητας όπως: Φυσική άσκηση, Υδροθεραπεία, μασάζ, Εναλλακτικές ή συμπληρωματικές θεραπείες (χρησιμοποίηση μαγνητών, βελονισμός, διαιτητικές αλλαγές, συμπληρώματα βιταμινών θεραπείες αποκατάστασης στο σπίτι), χιούμορ, η περίσπαση.