Υ
- Υπεζωκότας: Ορογόνος υμένας που συνδέει τους πνεύμονες και τα τοιχώματα της θωρακικής κοιλότητας ενώ τα δύο πέταλα περικλείουν έναν δυνητικό χώρο, την υπεζωκοτική κοιλότητα.
- Υπεζωκοτική συλλογή: Η παθολογική συλλογή υγρού στην υπεζωκοτική κοιλότητα.
- Υπερασβεστιαιμία: Αυξημένα επίπεδα ασβεστίου στο αίμα. Οφείλεται σε ορισμένες μορφές καρκίνου, την παρουσία μεταστάσεων ή άλλες καλοήθεις διαταραχές.
- Υπερηχογράφημα: Απεικόνιση εσωτερικών οργάνων με την χρήση υπερήχων.
- Υπερθερμία: Χρήση ειδικών συσκευών, που αυξάνουν την θερμοκρασία του σώματος, για την θεραπεία του καρκίνου σε συνδυασμό με ακτινοθεραπεία.
- Υπερώα: Αποτελεί την οροφή της στοματικής κοιλότητας.
- Υπόθετο: Τρόπος χορήγησης φαρμάκων από το ορθό, κατά τον οποίο η δραστική ουσία απορροφάται από τον βλεννογόνο του ορθού. Ανάλογα υπόθετα υπάρχουν και για κολπική χρήση.
- Υπολειμματική νόσος, υπολειμματικός όγκος: Όγκος που παραμένει μετά την επέμβαση ή άλλο είδος θεραπείας.
- Υπολογιστική τομογραφία, Αξονική τομογραφία: Απεικονιστική μέθοδος εξέτασης, κατά την οποία λαμβάνονται εγκάρσιες τομές του σώματος.
- Υποτροπή: Επανεμφάνιση της νόσου μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας.
- Υστερεκτομή: Χειρουργική αφαίρεση της μήτρας.
- Ύφεση: Πλήρης ή μερική μείωση του μεγέθους του όγκου ως αποτέλεσμα της θεραπείας. Η νόσος βρίσκεται υπό έλεγχο, χωρίς να σημαίνει ότι έχει επέλθει ίαση.