Α
- Αγευσία: Παροδική αλλαγή στην γεύση. Μπορεί να είναι παρενέργεια της χημειοθεραπείας, της ακτινοβολίας ή της ίδιας της νόσου
- Αγγειογραφία: Λήψη εικόνων της πορείας των αγγείων μετά από έγχυση σκιαγραφικού. Σε ασθενείς με καρκίνο, μπορεί να πραγματοποιηθεί για να προσδιοριστεί η αιμάτωση του όγκου πριν την επέμβαση, να τοποθετηθεί καθετήρας ή αντλία έγχυσης φαρμάκων ή να εντοπιστεί η θέση αγγειακών βλαβών.
- Αδενοκαρκίνωμα: Κακοήθης νεοπλασία, που προέρχεται από τον αδενικό ιστό (π.χ. καρκίνος μαστού, πνεύμονα, θυρεοειδούς, παχέος εντέρου, παγκρέατος).
- Αδένωμα: Καλοήθης νεοπλασία, που προέρχεται από τον αδενικό ιστό (π.χ. αδένωμα μαστού, πνεύμονα, θυρεοειδούς, παχέος εντέρου, παγκρέατος).
- Αδιαφοροποίητος όγκος: Tα κύτταρα του οποίου στο μικροσκόπιο δεν μοιάζουν με αυτά του ιστού, από τον οποίο αφαιρέθηκε. Οι αδιαφοροποίητοι όγκοι τείνουν να εξαπλώνονται ταχύτερα από τους καλώς διαφοροποιημένους όγκους, που μοιάζουν με τον φυσιολογικό ιστό προέλευσής τους.
- Αδρανές φάρμακο (Placebo): Aδρανής ουσία, που χρησιμοποιείται σε ερευνητικές ή κλινικές μελέτες. Χορηγείται για να περιοριστεί το φαινόμενο της βελτίωσης της κατάστασης του ασθενούς, που οφείλεται στην πεποίθησή του ότι βρίσκεται υπό κάποια φαρμακευτική αγωγή.
- Αιματοεγκεφαλικός φραγμός: Πρόκειται για μικροσκοπική δομή στον εγκέφαλο, που διαχωρίζει τα εγκεφαλικά τριχοειδή αιμοφόρα αγγεία από τα νευρικά κύτταρα. Με αυτόν τον τρόπο αποτρέπεται η είσοδος ορισμένων ουσιών στον εγκεφαλικό ιστό. Πολλά αντικαρκινικά φάρμακα δεν είναι δυνατό να χορηγηθούν για την αντιμετώπιση όγκων του εγκεφάλου επειδή δεν διέρχονται από τον φραγμό αυτό, ενώ ορισμένα άλλα φάρμακα διέρχονται και χρησιμοποιούνται. Με ορισμένες τεχνικές είναι δυνατή η προσωρινή κατάργηση του αιματοεγκεφαλικού φραγμού, με αποτέλεσμα να είναι αποτελεσματική η χορήγηση περισσότερων αντικαρκινικών φαρμάκων.
- Αιματοκρίτης: Αποτελεί εργαστηριακό δείκτη εκτίμησης του αριθμού των ερυθροκυττάρων του αίματος. Οι φυσιολογικές τιμές του αιματοκρίτη είναι 40 - 45 στους άνδρες και 37 - 42 στις γυναίκες. Ο χαμηλός αιματοκρίτης αποτελεί ένδειξη αναιμίας.
- Αιματουρία: Αποτελεί την παρουσία αίματος στα ούρα. Μπορεί να είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού στα ούρα (μακροσκοπική) ή όχι (μικροσκοπική).
- Αιμολυτική αναιμία: Οφείλεται στην καταστροφή των ερυθροκυττάρων στο αίμα πριν την συμπλήρωση του φυσιολογικού κύκλου τους (περίπου 120 ημέρες).
- Αιμοπετάλια: Αποτελεί έναν εκ των τριών τύπων κυττάρων του αίματος. Ο φυσιολογικός αριθμός των αιμοπεταλίων είναι 150.000 - 300.000. Τα αιμοπετάλια συμμετέχουν στην πήξη του αίματος. Σε ορισμένους καρκινοπαθείς πραγματοποιούνται μεταγγίσεις αιμοπεταλίων (εάν έχει μειωθεί ο αριθμός τους), ώστε να προληφθεί ή να ελεγχθεί κάποια αιμορραγία.
- Αιμορραγική κυστίτιδα: Φλεγμονή της ουροδόχου κύστης, που μπορεί να οφείλεται σε ορισμένα αντικαρκινικά φάρμακα.
- Αιμοσφαιρίνη: Πρωτεΐνη των ερυθροκυττάρων του αίματος, απαραίτητη για την μεταφορά του οξυγόνου. Η φυσιολογική τιμή της αιμοσφαιρίνης στους άνδρες είναι 13 - 15 και στις γυναίκες 12,5 - 14.
- Ακράτεια: Ακούσια απώλεια ούρων ή κοπράνων, που οφείλεται συνήθως σε απώλεια ελέγχου μυών ή βλάβη νεύρων (που συσχετίζονται με την ούρηση ή την αφόδευση).
- Ακτίνες γ: Μορφή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, που παράγεται από ραδιενεργές πηγές.
- Ακτινοβολία δέσμης ηλεκτρονίων: Μορφή δέσμης, που δεν διεισδύει εις βάθος στο σώμα (όπως συμβαίνει με τις ακτίνες Χ). Χρησιμοποιείται στην ακτινοθεραπεία νεοπλασμάτων του δέρματος ή βλαβών, που βρίσκονται αμέσως κάτω από το δέρμα.
- Ακτινοευαισθητοποιός ουσία: Ουσία, που χορηγείται παράλληλα με την εφαρμογή της ακτινοθεραπείας, ώστε να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα της θεραπείας.
- Ακτινοευαίσθητος όγκος: Όγκος, που συνήθως ανταποκρίνεται στην ακτινοθεραπεία. Στην αντίθετη περίπτωση, ο όγκος ονομάζεται ακτινοάντοχος.
- Ακτινοθεραπεία: Μορφή θεραπείας, που χρησιμοποιεί ακτινοβολία υψηλής ενέργειας για την αντιμετώπιση του καρκίνου. Η ακτινοβολία παράγεται από μηχανήματα, που εκπέμπουν ακτίνες Χ (γραμμικός επιταχυντής), ή ραδιενεργές πηγές, που εκπέμπουν ακτίνες γ. Επιπλέον, με την ακτινοβόλησηείναι δυνατή η μείωση του μεγέθους του όγκου πριν από την χειρουργική αντιμετώπιση ή η εξάλειψη των εναπομεινάντων καρκινικών κυττάρων μετά την επέμβαση. Τέλος, συμβάλλει στην αντιμετώπιση όγκων, που υποτροπιάζουν, ή στην ανακούφιση από τα συμπτώματα της νόσου.
- Ακτινολόγος: Ιατρός, που έχει ειδικευτεί στην διάγνωση νοσημάτων με την χρήση απεικονιστικών μεθόδων (απλές ακτινογραφίες, υπερηχογράφημα, αξονική τομογραφία, μαγνητική τομογραφία, κ.α.). Σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται νέες ακτινολογικές τεχνικές για θεραπευτικούς σκοπούς («επεμβατική ακτινολογία»).
- Ακτινοθεραπευτής - ογκολόγος: Ιατρός, που έχει ειδικευτεί στην αντιμετώπιση του καρκίνου με την χρήση ακτινοβολίας (ακτινοθεραπεία).
- Αλκαλική φωσφατάση: Αποτελεί ένζυμο του αίματος, η μέτρηση των επιπέδων του οποίου χρησιμοποιείται για διαγνωστικούς σκοπούς. Βρίσκεται σε αυξημένα επίπεδα σε ασθενείς με απόφραξη της χολής (διάφορα ηπατικά νοσήματα, κακοήθεις βλάβες του ήπατος) ή με νοσήματα των οστών, συμπεριλαμβανομένων των οστικών κακοηθειών. Υπάρχει μέθοδος διάκρισης της αύξησης του ενζύμου, που οφείλεται σε ηπατική ή οστική βλάβη.
- Αλκυλιούντες παράγοντες: Ομάδα αντικαρκινικών φαρμάκων, που συνδέονται με το DNA των καρκινικών κυττάρων και παρεμποδίζουν την κυτταρική διαίρεση.
- Αλωπεκία: Μερική ή ολική απώλεια των τριχών, που μπορεί να οφείλεται σε ακτινοθεραπεία στην κεφαλή (οπότε είναι πιθανό και να μην επανέλθει πλήρως η τριχοφυΐα μετά την θεραπεία) ή στην χορήγηση ορισμένων χημειοθεραπευτικών φαρμάκων (οπότε επανέρχεται η τριχοφυΐα).
- Αμηνόρροια: Προσωρινή ή μόνιμη διακοπή της εμμηνορρυσίας. Μπορεί να προκληθεί από σοβαρό σωματικό ή συναισθηματικό στρες. Μερικά αντικαρκινικά φάρμακα πιθανώς να προκαλέσουν αμηνόρροια, ιδιαίτερα εάν η γυναίκα βρίσκεται κοντά στην έναρξη της εμμηνόπαυσης.
- Αμιάντωση: Βλάβη των πνευμόνων και του υπεζωκότα (δηλαδή της μεμβράνης που επενδύει τους πνεύμονες) λόγω εισπνοής σκόνης αμιάντου. Η κατάσταση αυτή αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του πνεύμονα ή του υπεζωκότα (μεσοθηλίωμα).
- Αμινοξέα: Δομικά συστατικά των πρωτεϊνών του οργανισμού.
- Αναιμία:Αιματολογική διαταραχή, που οφείλεται σε μικρότερη της φυσιολογικής ποσότητα αιμοσφαιρίνης ή μειωμένο αριθμό ερυθροκυττάρων. Εμφανίζεται σε αιμορραγία, μη φυσιολογική παραγωγή κυττάρων του αίματος από τον μυελό των οστών ή βραχύ χρόνο ζωής των παραγόμενων κυττάρων του αίματος. Στα συμπτώματα της αναιμίας περιλαμβάνονται κόπωση, δύσπνοια και αδυναμία.
- Αναλγητικό: Φάρμακο, που ανακουφίζει από τον πόνο. Τα αναλγητικά μπορεί να είναι ελαφρά (ασπιρίνη, ακεταμινοφαίνη), ισχυρότερα (κωδεΐνη) ή πολύ ισχυρά (μορφίνη). Επίσης υπάρχουν πολλά ήπια ή ισχυρά συνθετικά αναλγητικά.
- Αναπλαστικός όγκος: Όγκος, τα κύτταρα του οποίου στο μικροσκόπιο δεν μοιάζουν με αυτά του φυσιολογικού ιστού από τον οποίο αφαιρέθηκε. Συχνά είναι αδύνατο να πει κανείς από πού προέρχεται ο όγκος εκτός εάν γνωρίζει το όργανο, που έγινε η βιοψία, ή βασιστεί σε άλλα στοιχεία.
- Αναπνοή: Η ανταλλαγή οξυγόνου και διοξειδίου του άνθρακα μεταξύ της ατμόσφαιρας και των σωματικών κυττάρων. περιλαμβάνει την εισπνοή και την εκπνοή.
- Ανορεξία: Η έλλειψη όρεξης ή η αποστροφή προς το φαγητό. μπορεί να είναι παρενέργεια της θεραπείας ή της ίδιας της νόσου.
- Αναρρόφηση: Αφαίρεση υγρού ή ιστού με βελόνα ή άλλο όργανο από συγκεκριμένες περιοχές του σώματος. Εφαρμόζεται για να τεθεί η διάγνωση ή για την ανακούφιση από κάποια συμπτώματα.
- Αναρρόφηση με λεπτή βελόνα (FNA): Αποτελεί απλό και ανώδυνο τρόπο λήψης μικρών τεμαχιδίων ιστού για διαγνωστικούς σκοπούς. Υπό τοπική αναισθησία, εισάγεται μέσω του δέρματος μίαβελόνα στον όγκο και αναρροφάται μικρό ιστοτεμαχίδιο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η FNA αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της πρώιμης διάγνωσης της νόσου. Όμως, υπάρχει πιθανότητα με την μέθοδο αυτή, το ποσό του ιστού να μην επαρκεί για να τεθεί η διάγνωση.
- Αναστόμωση: Σημείο συνένωσης δύο κοίλων οργάνων. Συνήθως, αναφέρεται στην συνένωση δύο εντερικών τμημάτων μετά από αφαίρεση της περιοχής, που είχε προσβληθεί από τον καρκίνο.
- Ανδρογόνα: Ανδρικές γεννητικές ορμόνες (τεστοστερόνη). Υπάρχουν και αρκετές συνθετικές ορμόνες με θεραπευτική σημασία.
- Ανευπλοειδή: Καρκινικά κύτταρα, που δεν φέρουν τον φυσιολογικό αριθμό χρωμοσωμάτων (46 χρωμοσώματα). Τα καρκινικά κύτταρα, που έχουν 46 χρωμοσώματα, καλούνται ευπλοειδή. Συνήθως, οι ανευπλοειδείς όγκοι έχουν δυσμενέστερη πρόγνωση.
- Ανοσοηλεκτροφόρηση: Μέθοδος διαχωρισμού των γ-σφαιρινών του ορού ανάλογα με τις ανοσολογικές ιδιότητες.
- Ανοσοθεραπεία: Μέθοδος αντικαρκινικής θεραπείας, κατά την οποία διεγείρεται το ανοσολογικό σύστημα του οργανισμού για να καταπολεμήσει την νόσο.
- Ανοσοκατασταλτικά φάρμακα: Φάρμακα, που τροποποιούν την φυσιολογική ανοσολογική απάντηση, ώστε αυτή να είναι μειωμένη. Χορηγούνται συνήθως μετά από μεταμοσχεύσεις, ώστε να μην απορριφθεί το μόσχευμα.
- Ανοσοκαταστολή: Κατάσταση κατά την οποία υπάρχει μειωμένη ανοσολογική απάντηση, με αποτέλεσμα ο οργανισμός να είναι ευπαθής σε λοιμώξεις ή άλλα νοσήματα.
- Ανοσολογικό σύστημα: Είναι υπεύθυνο για την καταπολέμηση των λοιμώξεων και άλλων νοσημάτων. Κύριοι αμυντικοί παράγοντες είναι τα λευκοκύτταρα του αίματος και τα αντισώματα, τα οποία - μαζί με άλλους ειδικούς αμυντικούς μηχανισμούς – αποσκοπούν στην καταστροφή των ξένων ουσιών που εισέρχονται στον οργανισμό.
- Άνοσος/Ανοσία: Κατάσταση επαρκούς άμυνας του οργανισμού έναντι των μικροοργανισμών ή άλλων ξένων ουσιών. Πιστεύεται ότι ορισμένες μορφές καρκίνου προκαλούν ανοσολογικές απαντήσεις του οργανισμού.
- Αντιβιοτικό: Xημική ουσία που παράγεται από ένα μικροοργανισμό και έχει την ικανότητα να αναστέλλει την ανάπτυξη ή να σκοτώνει άλλους μικροοργανισμούς, χρησιμοποιούνται για την θεραπεία των λοιμώξεων.
- Αντιγόνα: Oυσίες που διεγείρουν το ανοσολογικό σύστημα.
- Αντιεμετικά φάρμακα: Xορηγούνται για την πρόληψη ή την αντιμετώπιση της ναυτίας και των εμέτων.
- Αντιμεταβολίτες: Oμάδα αντικαρκινικών φαρμάκων, που παρεμποδίζουν τον μεταβολισμό των κυττάρων. Συνδέονται με τα ένζυμα των καρκινικών κυττάρων και παρεμβαίνουν στις χημικές διεργασίες.
- Αντίσωμα: Πρωτεΐνη (γ-σφαιρίνη), που παράγεται ως απάντηση σε κάποια ξένη πρωτεΐνη ή αντιγόνο. Εάν η ίδια ξένη ουσία επανακυκλοφορήσει στον οργανισμό, τα λευκοκύτταρα την αναγνωρίζουν και παράγουν ειδικά αντισώματα για να την εξουδετερώσουν.
- Αντλίες συνεχούς έγχυσης: Συσκευές συνεχούς χορήγησης χημειοθεραπευτικών φαρμάκων ενδοφλεβίως.
- Αντοχή, αντίσταση: Μη ανταπόκριση του όγκου στην ακτινοθεραπεία ή την χημειοθεραπεία. Μπορεί να παρατηρηθεί είτε κατά την διάρκεια της πρώτης (αρχικής) θεραπείας είτε μετά την αρχική ανταπόκριση σε αυτήν.
- Άνω κοίλη φλέβα: Μεγάλη φλέβα, που παροχετεύει το αίμα από την κεφαλή, τον τράχηλο και τα άνω άκρα και το επαναφέρει στην καρδιά.
- Αξονική τομογραφία: Απεικονιστική μέθοδος για την ανίχνευση δυσλειτουργιών του οργανισμού με τη βοήθεια ακτίνων χ.
- Αορτή: H μεγάλη αρτηρία που εκφύεται από την αριστερή κοιλία της καρδιάς και αποτελεί τον κύριο κορμό του αρτηριακού συστήματος.
- Απόλυτος αριθμός ουδετεροφίλων: Aριθμός λευκοκυττάρων (πολυμορφοπύρηνα), τα οποία φαγοκυτταρώνουν και καταστρέφουν τα μικρόβια. Υπάρχει πιθανότητα σοβαρής λοίμωξης εάν είναι λιγότερα από 1.000.
- Απόχρεμψη: Yλικό, που αποβάλλεται με τον βήχα από τους πνεύμονες.
- Απώλεια βάρους: Μπορεί να είναι από τις αρχικές εκδηλώσεις της νόσου.
- Αρτηρία: Αγγείο εντός του οποίου ρέει οξυγονωμένο αίμα απομακρυνόμενο από την καρδιά προς την συστηματική κυκλοφορία.
- Ασβέστιο: Σημαντικό ιχνοστοιχείο του οργανισμού, που αποτελεί ζωτικό συστατικό των οστών. Τα επίπεδα του ασβεστίου του ορού μπορεί να αυξηθούν σε περιπτώσεις οστικών κακοηθειών.
- Ασκίτης: Παθολογική συλλογή υγρού στην κοιλιά λόγω καρκίνου ή άλλων νοσημάτων.
- Ατροφία: Εκφυλισμός ή μείωση του μεγέθους ενός ιστού ή μέρους του σώματος. Είναι πιθανό να οφείλεται σε παρατεταμένη αχρηστία (λόγω ακινητοποίησης ή μακροχρόνιας παραμονής στο κρεβάτι) ή σε πίεση απόπαρακείμενο όγκο.
- Άτυπος: Μη υποκείμενος σε φυσιολογική διαδικασία. Ο καρκίνος οφείλεται σε άτυπη κυτταρική διαίρεση.
- Αυτοανοσία: Κατάσταση κατά την οποία το ανοσολογικό σύστημα στρέφεται εναντίον του ίδιου του οργανισμού.
- Αυτόλογη μεταμόσχευση: Αφαίρεσηιστού από τον ασθενή (ιδίως του μυελού των οστών) και επαναφορά του μετά την ολοκλήρωση της χημειοθεραπείας.
- Αυτοσωματικός: Μη φυλοσύνδετη κληρονομικότητα. Τα κληρονομούμενα χαρακτηριστικά δεν εξαρτώνται από γονίδια, που βρίσκονται στα χρωμοσώματα του φύλου (Χ, Υ).
- Ατελεκτασία: Ατελής έκπτυξη των πνευμόνων κατά τη γέννηση ή σύμπτυξη των τοιχωμάτων του πνεύμονα του ενήλικα.
- Αυξητικοί αιμοποιητικοί παράγοντες: Ουσίες που διεγείρουν την παραγωγή αιματικών κυττάρων, όπως τα ερυθρά αιμοσφαίρια και τα λευκά αιμοσφαίρια.
- Α-φετοπρωτεΐνη: Πρωτεΐνη του αίματος, που αυξάνεται σε ασθενείς με ορισμένες μορφές καρκίνου (π.χ. ήπατος, όρχεων).