Π
- Παθολογικό κάταγμα: Κάταγμα οστού σε περιοχή προσβεβλημένη από καρκίνο μετά από μικρή κάκωση.
- Παλίνδρομη ενδοσκοπική χολαγγειοπαγκρεατογραφία: Ειδική τεχνική κατά την οποία εισάγεται καθετήρας, μέσω του γαστροσκοπίου, στα έσω χοληφόρα.
- Παράγοντες κινδύνου: Συνήθειες ή συνθήκες, που ευνοούν την ανάπτυξη καρκίνου. Για παράδειγμα, το κάπνισμα αποτελεί κύριο παράγοντα κινδύνου για καρκίνο του πνεύμονα και η έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία για καρκίνο του δέρματος.
- Παράκαμψη: Χειρουργική τεχνική κατά την οποία παρακάμπτεται ένα όργανο ή μία περιοχή προσβεβλημένη από καρκίνο για να εξασφαλιστεί η φυσιολογική ροή ή παροχέτευση (π.χ. παράκαμψη απόφραξης των χοληφόρων στον καρκίνο του παγκρέατος με σκοπό την παροχέτευση της χολής στο έντερο, όπως είναι το φυσιολογικό).
- Παρακέντηση: Αφαίρεση υγρού από κοιλότητα του σώματος (π.χ. υπεζωκοτική, περιτοναϊκή) με εισαγωγή μικρής βελόνας μέσω του δέρματος. Γίνεται υπό τοπική αναισθησία.
- Παρακέντηση πλευριτικού υγρού: Παρακέντηση του θώρακα προς την υπεζωκοτική κοιλότητα με σκοπό την αναρρόφηση υγρού.
- Παρανεοπλασματικό σύνδρομο: Σύνολο από σημεία και συμπτώματα, που οφείλονται στην δράση ορισμένων ουσιών, οι οποίες παράγονται από τον καρκίνο και δρουν σε διάφορα όργανα και συστήματα του οργανισμού (π.χ. διαταραχές της νευρικής λειτουργίας, του ισοζυγίου υγρών και ηλεκτρολυτών).
- Παρενέργεια: Ανεπιθύμητη ενέργεια η οποία προκαλείται από την θεραπεία.
- Παρεντερική διατροφή: Ενδοφλέβια χορήγηση υγρών και θρεπτικών ουσιών σε ασθενείς, που δεν μπορούν να σιτιστούν φυσιολογικά.
- Παρηγορητική θεραπεία (Palliative Therapy): Θεραπεία που αποσκοπεί στην ανακούφιση από τα συμπτώματα, που οφείλονται στον καρκίνο, και στην βελτίωση της ποιότητας ζωής του ασθενούς. Δεν αποβλέπει στην ίαση της νόσου.
- Περιεγχειρητικός (διεγχειρητικός): Όρος, που καλύπτει ό,τι συμβαίνει κατά ή περί τον χρόνο της χειρουργικής επέμβασης.
- Περικαρδιακή συλλογή: Η παθολογική συλλογή υγρού μέσα στη μεμβράνη που περιβάλλει την καρδιά (περικάρδιο).
- Περίνεο: Ανατομική περιοχή του σώματος, που βρίσκεται ανάμεσα στον πρωκτό και τα γεννητικά όργανα.
- Περιορισμένο στάδιο (Limited Stage) Μικροκυτταρικού καρκίνου πνεύμονα: Ο μικροκυτταρικός καρκίνος ο οποίος ανευρίσκεται στον ένα πνεύμονα και δεν έχει δώσει μεταστάσεις στον άλλο πνεύμονα ή άλλα όργανα.
- Περιοχική (τοπικοπεριοχική) προσβολή: Διασπορά από την αρχική εστία ανάπτυξης του καρκίνου στους γειτονικούς (παρακείμενους) ιστούς.
- Πετέχειες: Μικρές αιμορραγικές περιοχές κάτω από το δέρμα.
- Πλακώδες καρκίνωμα: Καρκίνος προερχόμενος από το δέρμα ή από το επιθήλιο (κυτταρική επένδυση) άλλων οργάνων (π.χ. τράχηλος μήτρας, πνεύμονας).
- Πλάσμα: Το υγρό μέρος του αίματος ή της λέμφου.
- Πλασμαφαίρεση: αντικατάσταση του πλάσματος του ασθενούς από πλάσμα δότη ή φυσιολογικό ορό.
- Πλευρόδεση: Η διαδικασία κατά την οποία γίνεται παροχέτευση της πλευριτικής συλλογής και έγχυση φαρμάκου στον υπεζωκοτικό χώρο με σκοπό την αποφυγή συγκέντρωσης εκ νέου πλευριτικού υγρού.
- Πληθυσμιακός έλεγχος: Προσυμπτωματικός (πριν την εμφάνιση συμπτωμάτων) έλεγχος του γενικού πληθυσμού με σκοπό την πρώιμη ανακάλυψη προκαρκινικών ή καρκινικών βλαβών.
- Πλήρης ανταπόκριση (complete response) του όγκου: Εξάλειψη του όγκου ως αποτέλεσμα της χημειοθεραπείας.
- Πνευμοθώρακας: Παθολογική κατάσταση κατά την οποία εισέρχεται αέρας στην κοιλότητα του υπεζωκότα, προκαλώντας συμπίεση του πνεύμονα και έντονη δύσπνοια.
- Πνευμονεκτομή: Χειρουργική εκτομή πνευμονικού ιστού. μπορεί να είναι ολική, μερική ή να αφορά έναν μόνο λοβό (λοβεκτομή).
- Πνευμονία: Oξεία φλεγμονή των πνευμόνων που μπορεί να εκδηλωθεί με υψηλό πυρετό, δύσπνοια, βήχα.
- Πνευμονικές μεταστάσεις: Καρκινικά κύτταρα τα οποία έχουν εξαπλωθεί από τον αρχικό όγκο στον πνεύμονα.
- Πνευμονική εμβολή: Αιφνίδια εμφύτευση θρόμβου αίματος ή λίπους σε κλάδο της πνευμονικής αρτηρίας, απειλητική για τη ζωή κατάσταση, κατά την οποία θρόμβος αίματος (που προέρχεται από τα κάτω άκρα ή την πύελο) εγκαθίσταται στους πνεύμονες. Διαγιγνώσκεται με ακτινογραφία θώρακος ή σπινθηρογράφημα και αντιμετωπίζεται με αντιπηκτικά.
- Πνευμονικό οίδημα: Κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την παρουσία υγρού στις κυψελίδες του πνεύμονα, ως αποτέλεσμα συνήθως καρδιακής ανεπάρκειας.
- Πνευμονεκτομή: Χειρουργική αφαίρεση του πνεύμονα.
- Πολυκυτταραιμία: Ιδιαίτερα αυξημένα επίπεδα κυττάρων του αίματος. Οφείλεται σε πρωτοπαθή αιματολογική νόσο (π.χ. λευχαιμία) ή αποτελεί αντίδραση σε κάποιο νόσημα.
- Πολύποδας: Μόρφωμα που προβάλλει από βλεννογόνους και μοιάζει με μικρό μανιτάρι. Μπορεί να εμφανιστεί στη ρινική κοιλότητα, τα αφτιά, την στοματική κοιλότητα, τους πνεύμονες, τις φωνητικές χορδές, την μήτρα, τον τράχηλο της μήτρας, το ορθό, την ουροδόχο κύστη, το παχύ και το λεπτό έντερο.
- Προγεστερόνη: Ορμόνη του γυναικείου φύλου. Προετοιμάζει το ενδομήτριο για την κύηση και ασκεί δράσεις κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του γυναικείου κύκλου. Συνθετική προγεστερόνη χορηγείται για την αντιμετώπιση ορισμένων μορφών καρκίνου.
- Προκαρκινωματώδης: Παθολογική κατάσταση (π.χ. πολύποδας) που τείνει να εξαλλαγεί σε κακοήθεια.
- Προφυλακτική θεραπεία: Θεραπεία που αποσκοπεί στην πρόληψη της νόσου ή μιας επιπλοκής της.
- Πρωκτοσκόπηση ή σιγμοειδοσκόπηση: Εξέταση του ορθού και του κατώτερου τμήματος του παχέος εντέρου με ειδικό λεπτό, φωτιζόμενο ενδοσκόπιο. Εφαρμόζεται για τη διερεύνηση αιμορραγιών ή τον εντοπισμό πολυπόδων ή όγκων στο παχύ έντερο.
- Πρώτης γραμμής χημειοθεραπεία (First line therapy): Η θεραπεία που δίνεται μετά τη διάγνωση.
- Πρωτοπαθής εστία: Περιοχή αρχικής ανάπτυξης του καρκίνου.
- Πτύελα: Υλικό που αποβάλλεται από το στόμα και προέρχεται από την τραχεία τους βρόγχους ή τους πνεύμονες.
- Πτωχής (χαμηλής διαφοροποίησης) όγκος: Όγκος, τα κύτταρα του οποίου στο μικροσκόπιο φαίνονται σημαντικά διαφορετικά σε σχέση με τα κύτταρα του φυσιολογικού ιστού από τον οποίο αφαιρέθηκε. Σχετίζεται με κακή πρόγνωση.
- Πύλη πνεύμονα: Η περιοχή από την οποία εισέρχονται και εξέρχονται οι πνευμονικές αρτηρίες και φλέβες και οι κύριοι βρόγχοι.
- Πυρετός: Παθολογική αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από το φυσιολογικό (37ο C). Δεκατική πυρετική κίνηση μπορεί να εμφανιστεί σαν σύμπτωμα της ίδιας της νόσου.
- P 53: Ένα γονίδιο για την καταστολή του καρκινικού όγκου το οποίο έχει μεταλλαχθεί στους ασθενείς με καρκίνο του πνεύμονα.