Ταξιδιωτική υγεία
Η Ταξιδιωτική Ιατρική αποτελεί τον τομέα υπηρεσιών υγείας που ασχολείται κυρίως με την πρόληψη των νοσημάτων που αφορούν στον ταξιδιώτη και κατά δεύτερο λόγο, με την εκτίμηση και την αντιμετώπιση του ταξιδιώτη που νοσεί μετά την επιστροφή του (Waner et al. 2000, Pasini 1989).
Η Ταξιδιωτική Ιατρική άπτεται πολλών ιατρικών ειδικοτήτων και υπο-ειδικοτήτων, όπως η Λοιμωξιολογία και η Τροπική Ιατρική, η Δημόσια Υγεία, η Προληπτική Ιατρική, η Γεωγραφική Ιατρική και η Γενική Ιατρική.
Στις περισσότερες χώρες, υπηρεσίες Ταξιδιωτικής Ιατρικής παρέχουν εξίσου τόσο οι ιατροί, όσο και οι νοσηλευτές ή οι επισκέπτες υγείας.
Αυτό εξάλλου, που τη διαφοροποιεί από άλλους τομείς της ιατρικής είναι η ταχύτατη μεταβολή των δεδομένων σε κάθε χώρα τη δεδομένη στιγμή, καθώς εξάρσεις επιδημιών, φυσικές καταστροφές και μεταναστεύσεις ομάδων πληθυσμού, μπορεί ανά πάσα στιγμή να αλλάξουν το σχετικό κίνδυνο για τον ταξιδιώτη.
Θεωρούμε ότι η αποτελεσματική διαχείριση της υγείας του ταξιδιώτη είναι μια δυναμική διαδικασία, που απαιτεί κατάλληλη εκπαίδευση, γνώση των κινδύνων και των εκάστοτε μεταβολών τους, εξατομικευμένη εκτίμηση του σχετικού κινδύνου και ενεργητική διαδικασία ενημέρωσης, προκειμένου να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή συμμόρφωση σε μέτρα προφύλαξης ή μακροχρόνια αγωγή (Provost & Soto 2001).
Αυτή η διαδικασία στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου έχει ενταχθεί σε δομές ιατρείων Ταξιδιωτικής Ιατρικής. Η ανάγκη εξειδικευμένης πληροφορίας και παροχής υπηρεσιών προς τους ταξιδιώτες οδήγησε στη δημιουργία ιατρείων Ταξιδιωτικής Ιατρικής στα περισσότερα ανεπτυγμένα κράτη του κόσμου.
Στη χώρα μας, έως σήμερα οι υπηρεσίες Ταξιδιωτικής Ιατρικής παρέχονται από τις Διευθύνσεις Υγείας των κατά τόπους Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, ενώ το Γραφείο Ταξιδιωτικής Ιατρικής του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ.) δέχεται καθημερινά πολλά τηλεφωνήματα, από όλες τις περιοχές της Ελλάδας, από ιδιώτες αλλά και από Διευθύνσεις Υγείας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, που ζητούν να ενημερωθούν για διάφορα θέματα που αφορούν στο ταξίδι, συμπεριλαμβανομένων των εμβολίων και των φαρμάκων που συνιστώνται για διάφορα μέρη του πλανήτη. Παρακάτω περιγράφονται όλες οι σύγχρονες επιδημιολογικές τάσεις:
Διάρροια των Ταξιδιωτών
Η συχνότερη νόσος στους ταξιδιώτες είναι η λοίμωξη του γαστρεντερικού (Steffen 2004) εξαιτίας λήψης μολυσμένης τροφής ή νερού, γνωστής ως διάρροια των ταξιδιωτών (Steffen et al. 1983, Steffen et al. 1987). Υπολογίζεται ότι διάρροια των ταξιδιωτών προσβάλλει περίπου το 40% των ταξιδιωτών των αναπτυγμένων χωρών (Steffen et al. 1983, Von Sonnenburg et al. 2000, Guerrant et al. 1980, Merson et al. 1976, Hill 2000, Echeverria et al. 1981). Το εντεροτοξινογόνο κολοβακτηρίδιο E. Coli (ETEC) είναι η συνηθέστερη αιτία, αλλά ένα μεγάλο εύρος παθογόνων μπορεί να είναι υπεύθυνο.
Σημαντικά αίτια περιλαμβάνουν το καμπυλοβακτηρίδιο (Campylobacter), τη σαλμονέλα
(Salmonella typhi), τη σιγκέλα (Shigella), διάφορα παράσιτα όπως Giardia lamblia, Entamoeba histolytica, Cryptosporidium parvum και Cyclospora cayetanensis, καθώς και ιούς όπως οι ροταϊοί, οι εντεροϊοί και οι καλισιϊοί.
Ο κίνδυνος για τη διάρροια των ταξιδιωτών συνήθως κατατάσσεται σε τρία επίπεδα, ανάλογα με τον προορισμό. Ταξιδιώτες από ανεπτυγμένες χώρες μετά από διαμονή δύο εβδομάδων στον Καναδά, στις Η.Π.Α., στη Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη, στην Αυστραλία και στη Νέα Ζηλανδία έχουν μικρή πιθανότητα να προσβληθούν, της τάξης του 8%. Αν ο προορισμός των ταξιδιωτών είναι η Καραϊβική, η Νότια Ευρώπη, το Ισραήλ, η Ιαπωνία ή η Νότια Αφρική, ο κίνδυνος κυμαίνεται μεταξύ 8 - 20%.
Για προορισμούς σε αναπτυσσόμενες χώρες ο κίνδυνος ποικίλλει από 20 - 66% κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων εβδομάδων διαμονής (Von Sonnenburg et al. 2000). Ομάδες υψηλού κινδύνου για τη νόσο είναι οι νεαροί ενήλικες, τα βρέφη και τα άτομα με ελαττωμένη έκκριση γαστρικού υγρού.
Αν και η νοσηρότητα από τη διάρροια των ταξιδιωτών είναι υψηλή, θνησιμότητα πολύ σπάνια παρατηρείται. Οι περισσότεροι ασθενείς περνούν μια ήπια αυτοπεριοριζόμενη νόσο και λιγότερο του 1% των περιπτώσεων εισάγεται στο νοσοκομείο (Steffen & Lobel 1994).
Αναπνευστικές Λοιμώξεις
Οι λοιμώξεις του αναπνευστικού είναι συχνές σε όλες τις χώρες (Steffen 2004). Οι περισσότερες είναι ήπιες και γι’ αυτό είναι δύσκολο να εκτιμηθεί η έκταση του προβλήματος, ειδικά στους ταξιδιώτες. Σε μια μελέτη εκτιμάται η επίπτωση οξέος εμπύρετου νοσήματος του αναπνευστικού στους ταξιδιώτες σε 1.261 κρούσματα ανά 100.000 ταξιδιώτες για διαμονή ενός μηνός σε μια αναπτυσσόμενη χώρα (Steffen 1989). Τα παθογόνα που προκαλούν αναπνευστικές λοιμώξεις στους ταξιδιώτες είναι τα ίδια με αυτά των κατοίκων.
- Κοινό Κρυολόγημα: Το κοινό κρυολόγημα είναι ένα από τα συχνότερα προβλήματα υγείας στους ταξιδιώτες με ένα δείκτη προσβολής (attack rate) 13% για ταξίδια βραχείας διάρκειας (Steffen 2004). Οι μισοί περίπου απ’ αυτούς που προσβάλλονται αδυνατούν να συνεχίσουν τις καθημερινές τους δραστηριότητες κατά μέσο όρο για 2,6 μέρες.
- Γρίπη: Επιδημίες γρίπης έχουν επίσης περιγραφεί συχνά σε ταξιδιώτες, ενώ βρίσκονται σε πλοία ή αεροπλάνα, όπου οι συνθήκες υποβοηθούν τη γρήγορη εξάπλωση της νόσου. Τα διεθνή ταξίδια, άλλωστε, επηρεάζουν σημαντικά την επιδημιολογία της γρίπης, αφού αποτελούν το σπουδαιότερο παράγοντα για παγκόσμια διασπορά νέων στελεχών (antigen variants) του ιού της γρίπης. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επιδημία γρίπης από τον ιό τύπου Α (H3N2) στο Σίδνεϋ το 1997 σε κρουαζιερόπλοιο, που εισήγαγε αυτό το στέλεχος στις Η.Π.Α. και στον Καναδά (CDC 1998).
- Λεγιονέλλωση: Η νόσος των λεγεωναρίων προκαλεί περιστασιακά επιδημίες μεταξύ των τουριστών, συχνά σχετιζόμενες με το μολυσμένο σύστημα ύδρευσης ενός ξενοδοχείου. Κατά τη διάρκεια του 1999, αναφέρθηκαν 289 περιπτώσεις ταξιδιωτών που παρουσίασαν λεγιονέλλωση στην Ευρώπη και η θνησιμότητα ήταν σημαντική. Η μεγαλύτερη επίπτωση (1:100.000) παρατηρήθηκε σε Βρετανούς ταξιδιώτες μετά από διαμονή στην Τουρκία (Joseph 1999).
Φυματίωση
Η φυματίωση στους ταξιδιώτες είναι σπάνια και οι περισσότερες λοιμώξεις συμβαίνουν σε αυτούς που επισκέπτονται φίλους ή την οικογένειά τους σε ενδημικές περιοχές ή σε αυτούς που εργάζονται στο εξωτερικό για μεγάλο χρονικό διάστημα (Matteelli et al. 2001, Rieder 2001).
Ένας άλλος κίνδυνος για τους ταξιδιώτες είναι η πιθανότητα διασποράς αναπνευστικής λοίμωξης κατά τη διάρκεια της πτήσης, με μεγαλύτερο κίνδυνο σε πτήσεις που διαρκούν πάνω από οκτώ ώρες, αφού η μετάδοση της φυματίωσης κατά τη διάρκεια πτήσης περιγράφεται στην ιατρική βιβλιογραφία (WHO 1998). Επίσης έχει περιγραφεί ο κίνδυνος μετάδοσης της φυματίωσης στο πλοίο (Houk et al. 1968) και στο τραίνο (Moore et al. 1999), αλλά είναι μικρής επιδημιολογικής σημασίας.
Ελονοσία
Η ελονοσία δεν ενδημεί πλέον στις αναπτυγμένες χώρες της Βορείου Αμερικής, της Ευρώπης, της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας και της Ιαπωνίας (Steffen 2004). Όμως η αύξηση των ταξιδιών, είτε για δουλειά ή αναψυχή, και η μετακίνηση πληθυσμού ενδημικών περιοχών σε μη ενδημικές οδήγησε στην αναγωγή της ελονοσίας ως παγκόσμιο πρόβλημα υγείας.
Εκτιμάται ότι 50 - 70 εκατομμύρια ταξιδιωτών από τις αναπτυγμένες χώρες εκτίθενται στη νόσο ετησίως (UNWTO 2000). Σύμφωνα με στοιχεία του Π.Ο.Υ., καταγράφονται περισσότερες από 300 εκατομμύρια περιπτώσεις ελονοσίας και τουλάχιστον ένα εκατομμύριο θάνατοι ετησίως στον κόσμο (WHO 1999).
Στην πλειονότητά τους οι περιπτώσεις τις ελονοσίας που έχουν καταγραφεί προκλήθηκαν από το P. Falciparum ή το P. vivax. Στις περισσότερες χώρες, ποσοστό μικρότερο του 5% των περιπτώσεων προκλήθηκε από P. ovale και P. malariae. Η κατανομή των ειδών του πλασμωδίου ποικίλει στις διάφορες γεωγραφικές περιοχές.
Οι περιπτώσεις της ελονοσίας που αναλογούν στο P. Falciparum και στο P. vivax αντανακλούν τους προορισμούς που επιλέγουν οι ταξιδιώτες σε κάθε χώρα, καθώς
και την προέλευση του μεγαλύτερου μέρους των μεταναστών που φιλοξενεί κάθε μια από αυτές. Για παράδειγμα, ένα μεγάλο μέρος των περιπτώσεων της ελονοσίας στο Ηνωμένο Βασίλειο οφείλεται στο P. vivax, γεγονός που αντανακλά το μεγάλο αριθμό μεταναστών από την Ινδία και το Πακιστάν, πρώην βρετανικές αποικίες (Philips - Howard et al. 1988).
Συνολικά περίπου 30.000 ταξιδιώτες από την Αμερική και την Ευρώπη νοσούν από ελονοσία κάθε χρόνο, και η θνητότητα κυμαίνεται στο 1 - 4%. Ο κίνδυνος έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, με την διασπορά του ανθεκτικού στη χλωροκίνη πλασμωδίου της ελονοσίας P. Falciparum (Kain 1999, Greenberg & Lobel 1990, Newman et al. 2002, Bradley et al. 1998, Kain et al. 2001, Reid et al. 1998).
Η ελονοσία είναι η συχνότερη αιτία θανάτου από λοιμώδη αίτια στους ταξιδιώτες. Από το 1989 μέχρι το 1995, καταγράφηκαν 373 θάνατοι σε 9 ευρωπαϊκές χώρες και 25 στις Η.Π.Α. Οι θάνατοι οφείλονταν αποκλειστικά στο πλασμώδιο P. Falciparum (Muentener et al. 1999, Schlagenhauf & Muentener 2001). Η σημασία της ελονοσίας ως ασθένειας των ταξιδιωτών οφείλεται στον υψηλό δείκτη προσβολής της, στη βαρύτητα της νόσου και στη δυνατότητα πρόληψής της με ατομικά μέτρα για την αποφυγή δειγμάτων από κουνούπια και λήψη κατάλληλης προφυλακτικής ανθελονοσιακής αγωγής.
Ο κίνδυνος προσβολής ενός ταξιδιώτη εξαρτάται από τη χώρα που επισκέπτεται, την περιοχή της χώρας (αστική ή αγροτική), την εποχή (αυξημένος κίνδυνος την εποχή των βροχοπτώσεων), τις συνθήκες διαμονής (π.χ. κλιματιζόμενα δωμάτια ξενοδοχείου ή σκηνές στην ύπαιθρο), τη διάρκεια της επίσκεψης και την αποτελεσματικότητα των μέτρων πρόληψης.
Νοσήματα που Προλαμβάνονται με Εμβολιασμό
Πολλά από τα νοσήματα που προσβάλλουν τους ταξιδιώτες μπορούν να προληφθούν με εμβολιασμό.
- Ηπατίτιδα Α: Το πιο συχνό νόσημα είναι η ηπατίτιδα Α. Στις Η.Π.Α. και στην Ευρώπη, περίπου 30 - 50% όλων των περιπτώσεων της ηπατίτιδας Α σχετίζονται με ταξίδι. Επίσης, εισαγόμενη ηπατίτιδα Α μπορεί να είναι πηγή μετάδοσης στην κοινότητα. Ο σχετικός κίνδυνος της ηπατίτιδας Α σε ταξιδιώτες, συγκρινόμενος με τους μη ταξιδιώτες, υπολογίστηκε σε μελέτη στη Μεγάλη Βρετανία σε 20 για τους ταξιδεύοντες στην Ανατολική Ευρώπη, 235 για την Αφρική και 1.835 για την Ινδία (Behrens et al. 1995). Σε άλλη μελέτη, ο κίνδυνος υπολογίστηκε σε 300 περιπτώσεις/ 100.000 ταξιδιώτες ανά μήνα παραμονής σε τουριστικό ξενοδοχείο, ενώ έφτανε μέχρι 2.000 περιπτώσεις/100.000 ταξιδιώτες ανά μήνα για διαμονή σε πρόχειρα καταλύματα (Steffen & Connor 2005). Η ηπατίτιδα Α υποδιαγιγνώσκεται ιδιαίτερα στα παιδιά, στα οποία η λοίμωξη μπορεί να είναι ήπια ή υποκλινική, με αποτέλεσμα η συχνότητα της ηπατίτιδας Α στους ταξιδιώτες να υποεκτιμάται.
- Ηπατίτιδα Β: Οι ταξιδιώτες επίσης κινδυνεύουν δυνητικά από ηπατίτιδα Β, από την οποία μπορεί να μολυνθούν μέσω σεξουαλικής επαφής, κατά τη διάρκεια ενδοφλέβιας χρήσης ναρκωτικών, μετάγγισης ή από τατουάζ. Ο κίνδυνος για ταξιδιώτες με μικρή παραμονή στις χώρες προορισμού δεν είναι απολύτως τεκμηριωμένος. Κατά τη μακρά διαμονή (άνω των έξι μηνών), λόγω της στενής επαφής με τους ντόπιους ή λόγω χαλάρωσης των συνθηκών υγιεινής, μπορεί ο ταξιδιώτης να αντιμετωπίσει πρόβλημα. Η μηνιαία επίπτωση υπολογίζεται σε 25/ 100.000 για τις συμπτωματικές λοιμώξεις και σε 80 - 420/ 100.000 για το σύνολο (συμπεριλαμβανομένων και των ασυμπτωματικών) (Steffen & Connor 2005).
- Τυφοειδής Πυρετός: Ο τυφοειδής πυρετός είναι συχνός σε πολλές χώρες και σχετίζεται με χαμηλές υγειονομικές συνθήκες και μολυσμένα τρόφιμα ή νερό. O κίνδυνος για τους ταξιδιώτες είναι υψηλός στην Ινδική Χερσόνησο (Caumes et al. 2001, Ackers et al. 2000) και ακολουθούν περιοχές της Νοτιοανατολικής Ασίας, της Νοτιοδυτικής Αμερικής, όπως το Περού, της Βόρειας και της Δυτικής Αφρικής, καθώς και περιοχές της Μέσης Ανατολής. Ο συνολικός κίνδυνος για τους ταξιδιώτες στην Ινδική Χερσόνησο εκτιμήθηκε σε 30 περιπτώσεις ανά 100.000 ταξιδιώτες ανά μήνα (Steffen 1993).
- Μηνιγγιτιδοκοκκική Νόσος: Η μηνιγγιτιδοκοκκική νόσος απαιτεί στενή επαφή για να μεταδοθεί. Διακρίνουμε πέντε ορότυπους της ναϊσσέριας της μηνιγγίτιδας, τους A, B, C, Y και W-135. Οι ορότυποι A και C αποτελούν το κύριο αίτιο ενδημικής μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου στην Υποσαχάρια Αφρική κατά τη διάρκεια των ξηρών χειμερινών μηνών, δηλαδή από το Νοέμβρη έως τον Ιούνιο (Pollard & Shlim 2002). Η ετήσια επίπτωση μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου σε αυτή τη ζώνη, που είναι γνωστή και ως «ζώνη μηνιγγίτιδας» και εκτείνεται από το Μαλί στα ανατολικά έως την Αιθιοπία στα δυτικά, ανέρχεται σε 30 περιπτώσεις/ 100.000 άτομα, ενώ κάθε 10 - 12 έτη εκδηλώνονται μεγάλες επιδημίες (Molesworth et al. 2002, Memish 2002). Οι ορότυποι Β και C ευθύνονται κυρίως για την πρόκληση σποραδικών κρουσμάτων στην Ευρώπη και στις Η.Π.Α. (Memish 2002). Ο ορότυπος W-135 ευθύνεται για το 53% των περιπτώσεων της μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου την περίοδο 2000 - 2003 κατά το προσκύνημα στη Μέκκα και πιο πρόσφατα για μια επιδημία στη Burkina Faso (Aguilera et al. 2002, WHO 2002).Είναι επομένως σπάνια στους ταξιδιώτες, εκτός από τους προσκυνητές ή αυτούς που έρχονται σε στενή επαφή με τους κατοίκους σε περιοχές όπου επιδημίες είναι συχνές. Εμβόλια είναι διαθέσιμα έναντι των οροτύπων A, C, W-135 και Y της ναϊσσέριας της μηνιγγίτιδας.
- Κίτρινος Πυρετός: Ο κίτρινος πυρετός είναι ιογενής νόσος που μεταδίδεται με το δήγμα κουνουπιού και χαρακτηρίζεται από πυρετό και αιμορραγίες. Απαντάται στην τροπική και υποτροπική ζώνη της Αφρικής και Αμερικής ως ενδημική νόσος ή υπό μορφή επιδημιών. Αν και ο κίτρινος πυρετός περιορίζεται στη Νότια Αμερική και Αφρική, υπάρχει ανησυχία εξάπλωσής του, μέσω πασχόντων ταξιδιωτών σε περιοχές της Ασίας, όπως η Ινδία, όπου ζει το κουνούπι Aedes, το οποίο είναι ο ενδιάμεσος ξενιστής της νόσου. Λοιμώξεις από κίτρινο πυρετό αναφέρονται σε ταξιδιώτες που δεν εμβολιάστηκαν πριν το ταξίδι σε ενδημικές περιοχές. Βεβαίωση εμβολιασμού για κίτρινο πυρετό απαιτείται για το ταξίδι σε ορισμένες χώρες με σκοπό να εμποδιστεί διασπορά της νόσου.
- Χολέρα: Η χολέρα είναι μια νόσος που συνεχίζει να αποτελεί σημαντικό πρόβλημα υγείας σε πολλές περιοχές του κόσμου, κυρίως στους πληθυσμούς χαμηλού κοινωνικοοικονομικού επιπέδου με άσχημες υγειονομικές συνθήκες διαβίωσης. Μέχρι σήμερα, στον Π.Ο.Υ. γίνονται συνεχείς αναφορές κρουσμάτων από το στέλεχος V. cholerae Ο1, οι οποίες αφορούν σε όλες τις περιοχές της γης. Το στέλεχος αυτό προκάλεσε την έβδομη πανδημία χολέρας, που ξεκίνησε το 1961, και άφησε ενδημοεπιδημικές εστίες σε όλο τον κόσμο που συνεχίζουν να είναι ενεργές. Στο τέλος του 1992, αναφέρθηκαν πολλές επιδημίες χολέρας από το στέλεχος V. cholerae Ο139 (δεν καλύπτεται από τα εμβόλια), στην Ινδία και στο Μπαγκλαντές, το οποίο εν συνεχεία προσέβαλλε άλλες έντεκα χώρες της Ασίας. Η εξάπλωσή του φαίνεται ότι σταμάτησε το 1995, και σήμερα κρούσματα αναφέρονται μόνο στην Ινδία και στο Μπαγκλαντές (WHO 2008). Ο κίνδυνος για τον ταξιδιώτη που επισκέπτεται ενδημικές περιοχές εκτιμάται ότι είναι 0,001 - 0,01% (Ryan & Calderwood 2000). Η υψηλότερη επίπτωση κρουσμάτων χολέρας (72%) σήμερα παρατηρείται στην Αφρική (Νότια Αφρική, Δημοκρατία του Κονγκό και Μοζαμβίκη). Μια άλλη μελέτη έδειξε ότι ο κίνδυνος της χολέρας στους Ευρωπαίους και Νοτιοαμερικανούς είναι 0,2/ 100.000 ταξιδιώτες, ενώ στους Ιάπωνες είναι 13/ 100.000 ταξιδιώτες, γεγονός που φανερώνει την ύπαρξη ασυμπτωματικών περιπτώσεων που δε γίνονται αντιληπτές (Wittlinger et al. 1995). Πρακτικά, ο κίνδυνος για τον ταξιδιώτη που τηρεί τα απαραίτητα μέτρα προφύλαξης είναι αμελητέος. Επειδή ο κίνδυνος για τους ταξιδιώτες είναι μικρός και η αποτελεσματικότητα του εμβολίου χαμηλή, στους περισσότερους ταξιδιώτες συστήνεται απλώς να τηρούν τα κατάλληλα μέτρα προφύλαξης κατά την κατανάλωση τροφίμων και νερού.
- Πολιομυελίτιδα: Η μετάδοση της πολιομυελίτιδας γίνεται σήμερα κατά κύριο λόγο σε έξι χώρες (Αίγυπτος, Αφγανιστάν, Ινδία, Πακιστάν, Νιγηρία και Νίγηρας) από τις οποίες η Νιγηρία θεωρείται ότι αποτελεί την κύρια πηγή τροφοδότησης κρουσμάτων στον κόσμο. Ο κίνδυνος μειώνεται συνεχώς, ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας εκστρατείας εκρίζωσης της πολιομυελίτιδας. Στην Ινδία μετά το 2002, τα κρούσματα μειώθηκαν δραματικά και έτσι σήμερα ο μεγαλύτερος κίνδυνος για πολιομυελίτιδα αφορά σε ταξιδιώτες στη Νιγηρία, όπου καταγράφεται το 70% περίπου των περιπτώσεων πολιομυελίτιδας που παρατηρούνται παγκοσμίως. Εμβολιασμός ακόμα ενδείκνυται για όλους τους ενήλικες που δεν έχουν εμβολιασθεί ή που δεν έχουν λάβει μία αναμνηστική δόση του εμβολίου και πρόκειται να ταξιδέψουν σε μια από τις έξι αυτές χώρες, καθώς και στις χώρες που συνορεύουν με αυτές, λόγω της συχνής εμφάνισης μεμονωμένων κρουσμάτων και σε αυτές (CDC 2008).
- Διφθερίτιδα: Η διφθερίτιδα εξακολουθεί να αποτελεί σημαντικό πρόβλημα υγείας σε πολλές χώρες με χαμηλές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Στη δεκαετία του ’90 μεγάλες επιδημίες εκδηλώθηκαν στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, όπου προσβλήθηκαν μη εμβολιασμένα ή ανεπαρκώς εμβολιασμένα άτομα. Ενδημικές χώρες θεωρούνται σήμερα η Αίγυπτος, η Αλγερία και οι χώρες νοτίως της Σαχάρας στην Αφρική, η Αϊτή, η Βραζιλία, η Δομινικανή Δημοκρατία και το Εκουαδόρ στην Αμερική, οι περισσότερες χώρες στην Ασία και τέλος η Αλβανία και οι χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης στην Ευρώπη. Η διφθερίτιδα είναι σπάνια σε ταξιδιώτες, αν και παγκόσμια εκτίμηση του κινδύνου δεν έχει γίνει. Όπως φάνηκε από μια μεγάλη επιδημία σε χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, τη χρονική περίοδο 1990 - 1997, η διφθερίτιδα μπορεί να ενδημήσει κάτω από ορισμένες συνθήκες (Galazka 2000). Κατά τη διάρκεια της επιδημίας παρατηρήθηκε ο θάνατος ταξιδιωτών στη Ρωσία.
- Ιλαρά: Σε χώρες όπου η ιλαρά έχει σχεδόν εξαλειφθεί, τα εισαγόμενα κρούσματα αποτελούν σημαντικό ποσοστό του συνολικού αριθμού των κρουσμάτων. Ο κίνδυνος για το μη εμβολιασμένο ταξιδιώτη είναι αυξημένος αν πρόκειται να επισκεφτεί αναπτυσσόμενες χώρες, όπου το επίπεδο εμβολιασμού είναι χαμηλό (CDC 2008b).
- Ιαπωνική Εγκεφαλίτιδα: Η ιαπωνική εγκεφαλίτιδα είναι επίσης σπάνια σε ταξιδιώτες. Ο κίνδυνος είναι περίπου 1 περίπτωση ανά 1.000.000 στο σύνολο των ταξιδιωτών (Steffen 1989). Η ιαπωνική εγκεφαλίτιδα μεταδίδεται με τα κουνούπια, ενώ κύρια υπόδοχα είναι ορισμένα άγρια πουλιά και οικόσιτα ζώα, όπως ο χοίρος και η πάπια. Ενδημεί στη Νοτιοανατολική Ασία και στην Άπω Ανατολή, από τις Φιλιππίνες ως και την Ινδία και από την ανατολική Σιβηρία και το Νεπάλ ως την Ταϊλάνδη. Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί αύξηση των κρουσμάτων στην τροπική ζώνη και επέκταση προς τα δυτικά, με προσβολή και της Ινδίας. Είναι πιο συχνή στα παιδιά < 15 ετών και στους ηλικιωμένους, όπου και παρουσιάζεται με αυξημένη θνητότητα και αυξημένο αριθμό νευροψυχιατρικών επιπλοκών. Ο κίνδυνος εγκεφαλίτιδας εκτιμάται σε 1 ανά 20 - 1.000 μολύνσεις, με θνητότητα της τάξεως του 25% και εκδήλωση σοβαρών νευροψυχιατρικών επιπλοκών της τάξεως του 30%. Ο κίνδυνος όμως αυξάνει σε περίπτωση διαμονής σε αγροτικές περιοχές, ιδιαίτερα την περίοδο των βροχών (1/ 50.000 άτομα/ μήνα έκθεσης). Εμβολιασμός συνιστάται μόνο σε ταξιδιώτες που πρόκειται να παραμείνουν για μακρό χρονικό διάστημα σε αγροτικές περιοχές της Νοτιοανατολικής Ασίας και Άπω Ανατολής (CDC 2008c, CDC 2008d).
- Εγκεφαλίτιδα από Κρότωνες: Άλλο σπάνιο νόσημα που προλαμβάνεται με εμβολιασμό είναι η εγκεφαλίτιδα που μεταδίδεται με κρότωνες. Οι εγκεφαλίτιδες από κρότωνες είναι εποχιακές ζωονόσοι που προκαλούνται από δύο τύπους του ομώνυμου ιού και εκδηλώνονται ως δύο διαφορετικές, κλινικά και επιδημιολογικά, μορφές της νόσου. Αρχικά τον τύπο της Ευρωπαϊκής Ρωσίας και Ασίας (εγκεφαλίτιδα taiga ή εγκεφαλίτιδα της Ρωσίας), που ενδημεί στην Κίνα, στην Κορέα, στην Ιαπωνία και στην Ανατολική Ρωσία, και προκαλεί βαρύτερη νόσο με αυξημένη συχνότητα επιπλοκών, και τον τύπο της Κεντρικής Ευρώπης (διφασική μηνιγγοεγκεφαλίτιδα της Κεντρικής Ευρώπης) με κύριο υπόδοχο την αγελάδα, το πρόβατο, την κατσίκα και τα τρωκτικά. Η ενδημική ζώνη εκτείνεται στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη, στη Σκανδιναβική Χερσόνησο και στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Η νόσος είναι ιδιαίτερα συχνή στην περιοχή του Μαύρου Δάσους της Αυστρίας και της Γερμανίας. Σποραδικά κρούσματα έχουν αναφερθεί και στη χώρα μας. Εκτός από το δήγμα κρότωνα, η νόσος μπορεί να μεταδοθεί και με την κατανάλωση μη παστεριωμένου γάλατος. Ο κίνδυνος για τον ταξιδιώτη είναι σχεδόν μηδαμινός, αλλά αυξάνεται αναλόγως της εποχής που θα πραγματοποιηθεί το ταξίδι και του είδους του ταξιδιού. Γενικά, στην πλειονότητα των ταξιδιωτών, αρκούν μόνο τα προφυλακτικά μέτρα που συνίστανται στην αποφυγή δηγμάτων από κρότωνες κατά τη διαμονή στα δάση και στην έγκαιρη αποκόλλησή τους σε περίπτωση δήγματος, ενώ το εμβόλιο ενδείκνυται μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις ταξιδιωτών. Εξάλλου, με το εμβόλιο δεν παρέχεται πλήρης προστασία.
- Λύσσα: Η λύσσα είναι μια ζωοανθρωπονόσος. Θεωρητικά, όλα τα θερμόαιμα ζώα είναι ευαίσθητα στον ιό της λύσσας, αλλά τα θηλαστικά, και κυρίως τα κυνοειδή, είναι οι βασικοί ξενιστές της. Η λύσσα είναι μια παγκόσμια νόσος, ωστόσο σε κάποιες περιοχές της γης παρατηρείται υψηλή ενδημικότητα. Στην Κεντρική και Νότια Αμερική είναι η Βραζιλία, η Βολιβία, η Γουατεμάλα, το Εκουαδόρ, το Ελ Σαλβαδόρ, η Κολομβία, το Μεξικό και το Περού και στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ασία, το Βιετνάμ, η Ινδία, το Νεπάλ, η Σρι Λάνκα, η Ταϊλάνδη και οι Φιλιππίνες. Διακρίνουμε τη λύσσα των σκύλων, ή «λύσσα του δρόμου», με κύριο ξενιστή το σκύλο που ενδημεί στην Ασία, στην Αφρική, στη Μέση Ανατολή και σε μικρότερο βαθμό στη Νότια Αμερική, και τη λύσσα των άγριων ζώων, η οποία αναλόγως της γεωγραφικής περιοχής έχει και διαφορετικό ξενιστή, για παράδειγμα στην Ευρώπη την αλεπού, στο Ιράν το λύκο, στην Κεντρική Αμερική τις νυχτερίδες βαμπίρ (CDC 2008e). Δείγματα από ζώα δυνητικά μολυσμένα με λύσσα είναι συχνά σε ταξιδιώτες, παρ’ όλα αυτά ο κίνδυνος για λύσσα είναι πολύ μικρός. Η λύσσα προλαμβάνεται με τη χορήγηση του αντιλυσσικού εμβολίου πριν από έκθεση (πρωτογενής πρόληψη) και με τη χορήγηση του εμβολίου μετά την έκθεση (Arguin et al. 2000).
Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα (Σ.Μ.Ν.)
Τα ταξίδια αυξάνουν τις πιθανότητες για τυχαίες ή αγοραίες σεξουαλικές επαφές. Περίπου 4 - 19% των ταξιδιωτών ανέφεραν τουλάχιστο μία τυχαία σεξουαλική επαφή κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, οι μισοί χωρίς τη χρήση προφυλακτικού (Hawkes et al. 1994). Σεξουαλικές επαφές χωρίς τη λήψη των απαιτούμενων προφυλακτικών μέτρων θέτουν σε κίνδυνο τους ταξιδιώτες για πολλά σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα, όπως ηπατίτιδα Β και HIV λοίμωξη.
Τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα είναι κοινά και στις χώρες προέλευσης των ταξιδιωτών και δεν είναι εύκολο να καθοριστεί αν ο ταξιδιώτης μολύνθηκε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ιδιαίτερα όταν ο χρόνος επώασης είναι μεγάλος. Γι’ αυτό δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία για την σχέση των ταξιδιών με τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα. Επιπλέον πολλά Σ.Μ.Ν. είναι πολλές φορές ασυμπτωματικά, τουλάχιστον στα πρώτα στάδια, και επομένως είναι δύσκολο να καθοριστεί πού και πότε αποκτήθηκε η λοίμωξη.
Η αντοχή στα αντιβιοτικά είναι ένας χρήσιμος δείκτης ταυτοποίησης, που βοηθά στο συνδυασμό κάποιων σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων με τα ταξίδια. Για παράδειγμα, στελέχη γονόρροιας Neisseria gonorrhoeae που παράγουν πενικιλλινάση, είναι πολύ πιο συνηθισμένα στις αναπτυσσόμενες χώρες (ιδιαίτερα στη Νοτιοανατολική Ασία) παρά στην Ευρώπη και στις Η.Π.Α. Υπολογίζεται ότι το 14 - 25% των περιπτώσεων της γονόρροιας και της σύφιλης που εντοπίζονται στην Ευρώπη έχουν εισαχθεί σε νοσοκομείο (Ison et al. 1998).
Ιογενείς Αιμορραγικοί Πυρετοί
Αιμορραγικοί πυρετοί έχουν εμφανιστεί ή επανεμφανιστεί τα τελευταία χρόνια. Ο δάγκειος πυρετός είχε σχεδόν εκριζωθεί από την Αμερική πριν το 1981. Η επίπτωσή του όμως, έχει αυξηθεί δραματικά από τότε, με επιδημίες δάγκειου στην Κεντρική και Νότια Αμερική, στην Καραϊβική και πρόσφατα στη Νοτιοανατολική Ασία. Η αυξημένη επίπτωση δάγκειου πυρετού τα τελευταία 20 χρόνια αντικατοπτρίζεται στην αύξηση των αναφερόμενων κρουσμάτων σε ταξιδιώτες (Jelinek 2000). Το κουνούπι Aedes είναι το κοινό υποδόχο για το δάγκειο, το Rift Valley πυρετό και για τον κίτρινο πυρετό.
Έχουν επίσης συμβεί διάφορες επιδημίες πυρετού Ebola στην Κεντρική Αφρική, χωρίς να έχουν αναφερθεί κρούσματα σε ταξιδιώτες (Francesconi et al. 2003). Ο πυρετός της Lassa που εντοπίστηκε για πρώτη φορά το 1969 στη Νιγηρία, ενδημεί ακόμη και
σήμερα σε περιοχές της Δυτικής Αφρικής, όπως η Γουινέα και η Σιέρα Λεόνε. Εκτιμάται ότι ο ετήσιος αριθμός των κρουσμάτων κυμαίνεται μεταξύ 100.000 - 300.000 (Bausch et al. 2001).
Το 1999 αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά ένας παραμυξοϊός, που ονομάστηκε ιός Nipah, και ταυτοποιήθηκε ως η αιτία μεγάλης επιδημίας εμπύρετης εγκεφαλίτιδας και αναπνευστικής νόσου στη Μαλαισία και στη Σιγκαπούρη. Η μόλυνση των ανθρώπων αποδόθηκε στην έκθεση σε χοίρους. Ο τρόπος μετάδοσης δεν είναι ακόμα γνωστός, αλλά μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο δεν έχει επιβεβαιωθεί. Ο κίνδυνος για τους ταξιδιώτες, αν υπάρχει, είναι άγνωστος (Chua et al. 1999,
Paton et al. 1999).
Επιδημιολογία Ατυχημάτων
Τα καρδιαγγειακά επεισόδια και τα ατυχήματα αποτελούν τις συχνότερες αιτίες θανάτου στα διεθνή ταξίδια (Steffen 2004, Hargarten et al. 1991). Τα ατυχήματα αποτελούν μια από τις συχνότερες αιτίες νοσηρότητας στους ταξιδιώτες. Μελέτη από τη Σκωτία κατέδειξε ότι στις μεγαλύτερες ηλικίες (60 - 69 έτη) την πρώτη αιτία θανάτου κατέχουν τα καρδιαγγειακά επεισόδια (69%) ενώ η αμέσως επόμενη αιτία είναι τα ατυχήματα (21%) (Paixao et al. 1991).
Ανάλογα συμπεράσματα αναφέρονται και σε μελέτες που έγιναν στη Μ. Βρετανία, στις Η.Π.Α. (49% και 25%, αντίστοιχα) και στην Αυστραλία (Hargarten et al. 1991). Στις ηλικίες από 15 μέχρι 44 έτη, η θνησιμότητα από τραυματισμό είναι δύο με τρεις φορές συχνότερη κατά τη διάρκεια ταξιδιού από τη συχνότητα τραυματισμού στην ίδια ηλικιακή ομάδα στη συνήθη χώρα διαμονής (ανεπτυγμένες χώρες) (Hargarten et al. 1991).
Θανατηφόρα ατυχήματα είναι κυρίως τα τροχαία. Ποσοστό 70% των θανατηφόρων τροχαίων ατυχημάτων παγκοσμίως συμβαίνει στις φτωχότερες χώρες του κόσμου (Prociv 1995, Steffen 1991, Odero et al. 1997). Στην Αφρική, για παράδειγμα, αναφέρονται 20 - 118 θάνατοι ανά 10.000 οχήματα ανάλογα με την περιοχή, στην Ασία 9 - 67 θάνατοι ανά 10.000 οχήματα, ενώ η αντίστοιχη θνησιμότητα στη Μεγάλη Βρετανία είναι 1,4 ανά 10.000 οχήματα (Nordberg 2000).
Σε άλλη μελέτη διαπιστώθηκε ότι οι επισκέπτες που οδηγούν στη χώρα προορισμού έχουν τρεις φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να εμπλακούν σε τροχαίο ατύχημα απ’ ότι οι επιχώριοι οδηγοί (Wilks 1999). Στην πρόκληση ατυχημάτων συχνά συμβάλλει και η οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύματος (Petridou et al. 1997). Βέβαια, οι ταξιδιώτες μπορεί να τραυματιστούν ως επιβάτες άλλων οχημάτων, ως πεζοί ή ως ποδηλάτες. Η μετακίνηση με τα μέσα μαζικής μεταφοράς (τρένα, αεροσκάφη και μεγάλα πλοία) είναι συνήθως ασφαλής. Σε τοπικά λεωφορεία και πλωτά μέσα (ferry boats) μπορεί να παρατηρηθούν προβλήματα από κακή συντήρηση και υπερφόρτωση.
Άλλη σημαντική αιτία θανάτου από ατύχημα στους ταξιδιώτες αποτελεί ο πνιγμός. Σε μία μελέτη διαπιστώθηκε ότι ο πνιγμός ήταν η δεύτερη συχνότερη αιτία θανάτου από ατύχημα μετά τα τροχαία (16% του συνόλου των θανάτων σε αμερικανούς τουρίστες) (CDC 1991). Στις μισές περιπτώσεις, το ατύχημα συσχετιζόταν με κατανάλωση οινοπνεύματος.
Ο πνιγμός σε παραθαλάσσια θέρετρα συνδέεται επίσης με κολύμπι σε μη επιτηρούμενες παραλίες, όπου θαλάσσια ρεύματα παρασύρουν τους κολυμβητές στα βαθιά νερά. Οι εγκληματικές επιθέσεις και οι τρομοκρατικές ενέργειες αποτελούν σπάνιες αιτίες θανάτου στα ταξίδια. Επίσης, σχετικά σπάνιες αιτίες θανάτου αποτελούν τα ατυχήματα που προκλήθηκαν από επιθέσεις ζώων.
Υπάρχουν 60 επιβεβαιωμένες επιθέσεις από καρχαρίες παγκοσμίως (Woolgar et al. 2001) ενώ στη διάρκεια δέκα χρόνων τρεις ταξιδιώτες σκοτώθηκαν από άγρια θηλαστικά και δύο από λιοντάρια σε σαφάρι στη Νότια Αφρική. Οι επιθέσεις από φίδια εκτιμώνται σε 40.000 παγκοσμίως (κυρίως στη Νιγηρία και στην Ινδία), αλλά ελάχιστα από τα θύματα είναι ταξιδιώτες.
Υφιστάμενη Κατάσταση στην Ευρώπη
Ανά τον κόσμο λειτουργούν διάφορα μοντέλα δομών Ταξιδιωτικής Ιατρικής. Ορισμένα από αυτά περιορίζονται στη χορήγηση των απαραίτητων εμβολίων, ενώ άλλα επεκτείνουν τις υπηρεσίες τους στην πλήρη εκτίμηση του κινδύνου για την υγεία, που συνεπάγεται ένα συγκεκριμένο ταξίδι, τη συνταγογράφηση φαρμάκων και την παροχή εκτεταμένων ιατρικών συμβουλών στον ταξιδιώτη.
Υπάρχουν επίσης ιατρεία που παρέχουν εξειδικευμένες συμβουλές (π.χ. σε άτομα με ανοσοκαταστολή, χρόνια νοσήματα, εγκυμοσύνη), καθώς και ιατρεία που εξειδικεύονται στη διάγνωση και στη θεραπεία προβλημάτων υγείας, που εμφανίζουν οι ταξιδιώτες μετά την επιστροφή από το ταξίδι (κλινικές νοσηλείας ταξιδιωτικής και τροπικής ιατρικής).
Οι υπηρεσίες Ταξιδιωτικής Ιατρικής στην Ευρώπη παρέχονται στις περισσότερες περιπτώσεις από δομές Δημόσιας Υγείας ή πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, είτε κρατικές, είτε ιδιωτικές. Σύμφωνα με στοιχεία της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, τα ιατρεία Ταξιδιωτικής Ιατρικής στελεχώνονται σε ποσοστό > 75% από ιατρούς, ενώ στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό είναι πολύ πιο χαμηλό.
Η χρηματοδότηση των ιατρείων Ταξιδιωτικής Ιατρικής είναι κρατική σε ορισμένες χώρες, σε άλλες ιδιωτική και σε άλλες μικτή. Όσον αφορά στην κατάρτιση των επαγγελματιών υγείας που ασχολούνται με την Ταξιδιωτική Ιατρική και τη στελέχωση των ιατρείων, στις περισσότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης και της Βορείου Αμερικής τα ιατρεία Ταξιδιωτικής Ιατρικής στελεχώνονται κατά κανόνα από ιατρούς, νοσηλευτές ή επισκέπτες υγείας, εκπαιδευμένους στην Ταξιδιωτική Ιατρική, καθώς και προσωπικό βοηθητικό και γραμματειακής υποστήριξης.
Σ’ αυτά τα ιατρεία συνήθως παρέχουν υπηρεσίες ιατροί διαφόρων ειδικοτήτων, όπως γενικοί ιατροί, παθολόγοι, λοιμωξιολόγοι, παιδίατροι, ιατροί εργασίας, ιατροί Δημόσιας Υγείας είτε άλλο εξουσιοδοτημένο προσωπικό υγειονομικής περίθαλψης. Αυτοί οι επαγγελματίες υγείας πρέπει να έχουν την απαιτούμενη εκπαίδευση, κατάρτιση, εμπειρία καθώς και τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση στο τομέα της Ταξιδιωτικής Ιατρικής.
Σύμφωνα με τη Παγκόσμια Εταιρία Ταξιδιωτικής Ιατρικής απαιτείται όπως οι επαγγελματίες υγείας που εξασκούν την Ταξιδιωτική Ιατρική να έχουν τα βασικά στοιχεία της γνώσης στον τομέα αυτό, το «Body of Knowledge» τα οποία είναι διαφορετικά από τη Γενική Ιατρική και ακόμη και τη Λοιμωξιολογία και Τροπική Ιατρική.
Αυτά τα βασικά στοιχεία της γνώσης στην Ταξιδιωτική Ιατρική έχουν πρόσφατα καθοριστεί και επίσημα αξιολογούνται με την εξέταση που οργανώνεται από την Παγκόσμια Εταιρία Ταξιδιωτικής Ιατρικής (ISTM) ανά δύο έτη. Στους επιτυχόντες απονέμεται το Πιστοποιητικό Ταξιδιωτικής Ιατρικής (CTH).
Τα βασικά στοιχεία για την άσκηση της Ταξιδιωτικής Ιατρικής είναι: η εκπαίδευση και η εμπειρία των επαγγελματιών υγείας στον τομέα, που περιλαμβάνουν πιο συγκεκριμένα την αξιολόγηση του ταξιδιώτη, την παροχή συμβουλών για την πρόληψη και τη διαχείριση ασθενειών που σχετίζονται με το ταξίδι (λοιμώδη και μη λοιμώδη νοσήματα), τη χορήγηση των εμβολίων και την αναγνώριση των βασικών συνδρόμων στους ταξιδιώτες μετά την επιστροφή.
Υπάρχουν βραχυπρόθεσμες σειρές μαθημάτων αναθεώρησης γνώσεων (που διαρκούν μια ή περισσότερες μέρες), η συνεδρίαση της Παγκόσμιας Εταιρίας Ταξιδιωτικής Ιατρικής (The International Society of Travel Medicine - ISTM), ανά δύο χρόνια, το Βορειοευρωπαϊκό Συνέδριο Ταξιδιωτικής Ιατρικής ανά δύο χρόνια και εντατικές σειρές μαθημάτων διάρκειας διαφόρων μηνών στην Ταξιδιωτική Ιατρική ή στην Τροπική Ιατρική, οι οποίες μπορούν να περιλάβουν και κλινική εμπειρία.
Υπάρχουν τα βραχυπρόθεσμα εκπαιδευτικά προγράμματα που οργανώνονται σε διάφορες χώρες, όπως στο Ηνωμένο Βασίλειο, στον Καναδά, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Αυστραλία κ.α.
Ακόμη και η βραχυπρόθεσμη εκπαίδευση συμβάλλει στη βελτίωση των γνώσεων. Επιπλέον, υπάρχουν και μεταπτυχιακά προγράμματα Ταξιδιωτικής Ιατρικής. Δε θεωρείται απαραίτητο οι επαγγελματίες υγείας να έχουν πείρα στην Τροπική Ιατρική, αλλά πρέπει να γνωρίζουν καλά τα σύνδρομα στους ταξιδιώτες που επιστρέφουν για να είναι σε θέση να αναγνωρίσουν και να αντιμετωπίσουν σημαντικά προβλήματα όπως ο πυρετός, η διάρροια και τα αναπνευστικά προβλήματα.
Οι απαραίτητες γνώσεις που πρέπει να έχει ο επαγγελματίας υγείας που ασχολείται με την Ταξιδιωτική Ιατρική έχουν καθοριστεί από την Παγκόσμια Εταιρία Ταξιδιωτικής Ιατρικής (ISTM). Η εμπειρία είναι το άλλο απαραίτητο συστατικό στην άσκηση της Ταξιδιωτικής Ιατρικής. Μόνο με τη συχνή αξιολόγηση των ταξιδιωτών όλων των ηλικιών και των κατηγοριών (υγιείς, με χρόνια προβλήματα υγείας, ασθενείς), που προγραμματίζουν ταξίδια με ευρεία ποικιλία προορισμών και δραστηριοτήτων στο ταξίδι, μπορεί ο επαγγελματίας υγείας να αποκτήσει εμπειρία στον τομέα της Ταξιδιωτικής Ιατρικής.
Η έρευνα για τα ιατρεία Ταξιδιωτικής Ιατρικής έδειξε ότι το 14% αυτών έβλεπε λιγότερο από δύο ταξιδιώτες/ εβδομάδα (Hill 1996). Αυτός ο αριθμός δεν αρκεί για να αποκτήσει εμπειρία ο επαγγελματίας υγείας. Αν και είναι δύσκολο να καθοριστεί ο αναγκαίος ελάχιστος αριθμός ταξιδιωτών που απαιτείται, θεωρείται ότι τουλάχιστον 10 - 20 περιστατικά εβδομαδιαίως επαρκούν για την απαιτούμενη εμπειρία.
Νομικό Πλαίσιο
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει νομοθετική ρύθμιση για τη λειτουργία ιατρείων Ταξιδιωτικής Ιατρικής, ενώ οι δομές που παρέχουν υπηρεσίες Ταξιδιωτικής Ιατρικής είναι κατά κύριο λόγο πρωτοβάθμιας φροντίδας και εντάσσονται σε υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, ενώ ένα ποσοστό 5 - 30% λειτουργεί στο πλαίσιο της καθημερινής λειτουργίας των νοσοκομείων.
Το διεθνές νομοθετικό πλαίσιο που αφορά στην Ταξιδιωτική Ιατρική τα τελευταία χρόνια έχει περιοριστεί σημαντικά όσον αφορά στον υποχρεωτικό εμβολιασμό. Συγκεκριμένα, ο υποχρεωτικός εμβολιασμός εφαρμόζεται μόνο για τον κίτρινο πυρετό, την πολιομυελίτιδα και τη μηνιγγιτιδοκοκκική νόσο.
Το διεθνές πιστοποιητικό εμβολιασμού για τον κίτρινο πυρετό είναι απαραίτητο για την είσοδο σε πάρα πολλές χώρες και έχει σκοπό την προστασία της κάθε χώρας από τη μετάδοση του ιού του κίτρινου πυρετού στον τοπικό πληθυσμό των ενδιάμεσων κουνουπιών ξενιστών ή των πρωτευόντων θηλαστικών, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενδημικής ζώνης της νόσου.