Παράγοντες κινδύνου για την υγεία
Τα σημαντικότερα προβλήματα υγείας των αναπτυγμένων χωρών, στις οποίες ανήκει και η Ελλάδα, συσχετίζονται αιτιολογικά με τον τρόπο ζωής και το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον.
Τα καρδιαγγειακά νοσήματα, υπεύθυνα για το 48% των θανάτων στον ελληνικό πληθυσμό, έχουν ως βασικούς παράγοντες κινδύνου την κακή διατροφή, την έλλειψη σωματικής άσκησης, την παχυσαρκία και το κάπνισμα, παράγοντες που είναι άμεσα συνδεδεμένοι με τις καθημερινές συνήθειες. Η δεύτερη αιτία θανάτου, τα κακοήθη νεοπλάσματα, οφείλονται επίσης σε σημαντικό ποσοστό στη συμπεριφορά και σε περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Αντίστοιχοι ισχυρισμοί μπορούν να τεκμηριωθούν για την πλειονότητα των νοσημάτων που καθορίζουν το νοσολογικό πρότυπο που επικρατεί στην Ελλάδα.
Έτσι, είναι προφανής η ανάγκη μελέτης των παραγόντων κινδύνου στο πλαίσιο της προσπάθειας κατανόησης και βελτίωσης του επιπέδου υγείας του ελληνικού πληθυσμού.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η αρτηριακή υπέρταση ήταν ο υπεύθυνος παράγοντας κινδύνου για το 25% των θανάτων που συνέβησαν στην Ελλάδα το 2002, ενώ στο κάπνισμα οφειλόταν το 19,3% των θανάτων. Ως σημαντικοί παράγοντες κινδύνου παρουσιάζονται επίσης η υψηλή χοληστερόλη, η παχυσαρκία, η καθιστική ζωή και η μειωμένη κατανάλωση φρούτων και λαχανικών. Ποσοστό θανάτων που αποδίδεται στους κύριους παράγοντες κινδύνου (Ελλάδα 2002)
- Αρτηριακή Υπέρταση 25,0%
- Κάπνισμα 19,3%
- Υψηλή χοληστερόλη 11,6%
- Υψηλός Δ.Μ.Σ. 8,3%
- Καθιστική ζωή 5,0%
- Χαμηλή κατανάλωση φρούτων και λαχανικών 3,9%
- Ατμοσφαιρική ρύπανση 0,6%
- Μη ασφαλές σεξ 0,5%
- Επαγγελματικά καρκινογόνα 0,4%
- Ναρκωτικά 0,3%
Πηγή: Τούντας και συν. 2007
Αν, αντί της θνησιμότητας, μελετηθούν τα Χρόνια Ζωής Απαλλαγμένα από Ανικανότητα (DALY’s), τόσο η κατάταξη, όσο και τα ποσοστά των υπεύθυνων παραγόντων κινδύνου μεταβάλλονται. Έτσι, λαμβάνοντας υπ’ όψη και την προκαλούμενη νοσηρότητα, ο πιο επιβλαβής παράγοντας κινδύνου είναι το κάπνισμα, καθώς εκτιμάται ότι σε αυτό οφείλεται το 12,9% των χαμένων DALY’s.
Η αρτηριακή υπέρταση είναι υπεύθυνη για το 11,8%, το υπερβάλλον βάρος για το 8,5% και η υψηλή χοληστερόλη για το 7,6% των απωλειών. Αξίζει να τονιστεί η παρουσία της κατάχρησης αλκοόλ και της χρήσης ναρκωτικών μέσα στους 10 κυριότερους παράγοντες κινδύνου.
Διατροφή
Η διατροφή του ελληνικού πληθυσμού, παρά τις μεταβολές που παρατηρήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες, εξακολουθεί να προσεγγίζει την κλασική προστατευτική «μεσογειακή δίαιτα». Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας Hellas Health I, όπου χρησιμοποιήθηκε δείκτης ισορροπημένης διατροφής, με κατώτατο όριο ικανοποιητικών τιμών το 28, ο ελληνικός πληθυσμός έχει μέση τιμή 26,6.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, η μέση κατανάλωση ψαριού και θαλασσινών είναι περίπου 100 γρ./εβδομάδα, η μέση κατανάλωση κοτόπουλου είναι 100 γρ./εβδομάδα, ενώ η μέση κατανάλωση κόκκινου κρέατος φτάνει τα 140 γρ./εβδομάδα.
Σύμφωνα με τα πρότυπα της Μεσογειακής Διατροφής, η κατανάλωση ψαριού και θαλασσινών θα πρέπει να είναι 300-360 γρ. εβδομαδιαίως, η κατανάλωση πουλερικών περίπου 240 γρ./εβδομάδα και η κατανάλωση κόκκινου κρέατος μόνο 60 γρ. εβδομαδιαίως.
Παράλληλα, η κατανάλωση οσπρίων και ξηρών καρπών αγγίζει μόλις το 25% της συνιστώμενης ποσότητας. Όσον αφορά στα δημητριακά, η μέση κατανάλωση είναι περίπου 4 μερίδες, δηλαδή η μισή της συνιστώμενης. Όσον αφορά την κατανάλωση φρούτων και λαχανικών, η μέση κατανάλωση είναι 2 φρούτα και 2 μερίδες λαχανικών την ημέρα, δηλαδή κατά 50% χαμηλότερη της συνιστώμενης.
Η μέση κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων (γάλα, τυρί και γιαούρτι) είναι περίπου 2 μερίδες την ημέρα και είναι σύμφωνη με τις αρχές της Μεσογειακής Διατροφής. Η μέση κατανάλωση των γλυκών είναι περίπου 2 μερίδες ανά εβδομάδα, με ένα σημαντικό ποσοστό των νέων ηλικίας 18-34 ετών να καταναλώνουν περισσότερες από 3 μερίδες γλυκών εβδομαδιαίως.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα ευρήματα σχετικά με την εστίαση εκτός οικίας, με ένα μεγάλο ποσοστό της τάξεως του 43% να δηλώνει ότι τρώει τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα εκτός οικίας. Οι άντρες (50%), τα υψηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα (60%), οι ανύπαντροι (66%) και οι νέοι ηλικίας 18-24 ετών (70%) είναι οι ομάδες του πληθυσμού που τρώνε πιο συχνά εκτός οικίας.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι περίπου το 52% των ατόμων είχαν πρωινό περισσότερες από τις μισές μέρες της εβδομάδας ενώ το 1/3 των ερωτηθέντων δεν καταναλώνει ποτέ πρωινό. Η συνήθεια του πρωινού σχετίζεται σημαντικά με τη διάσταση «ψυχική υγεία» της Ποιότητας Ζωής.
Δηλαδή, τα άτομα που συνηθίζουν να παίρνουν τακτικά πρωινό, δηλώνουν σημαντικά καλύτερη ψυχική υγεία σε σχέση με τα άτομα που δεν τρώνε πρωινό. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ο.Ο.Σ.Α. για το 2003, οι Έλληνες καταναλώνουν, κατά μέσο όρο 422,7 κιλά φρούτων και λαχανικών το χρόνο, ποσότητα που κατατάσσει την Ελλάδα πρώτη μεταξύ των 15 παλαιότερων κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης, με 3.666 θερμίδες ανά ημέρα, ο ελληνικός πληθυσμός βρίσκεται στην 5η θέση σε ό,τι αφορά στην πρόσληψη θερμίδων.
Η μέση κατανάλωση ζάχαρης το 2003 ήταν για την Ελλάδα 35,2 κιλά κατ’ άτομο ετησίως. Μόνο 4 χώρες είχαν χαμηλότερη κατανάλωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 15. Μεταξύ των ίδιων κρατών, η Ελλάδα ήταν δεύτερη στην ημερήσια πρόσληψη πρωτεϊνών (117,2 γρ./άτομο) και έκτη στην ημερήσια πρόσληψη λίπους (144,9 γρ./άτομο).
Τα ευρήματα της μελέτης EPIC επιβεβαιώνουν την υψηλή, σε σχέση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, κατανάλωση φρούτων, λαχανικών και ελαιόλαδου από τον ελληνικό πληθυσμό. Επίσης, οι Έλληνες άνδρες φαίνεται να ακολουθούν το πρότυπο της μεσογειακής διατροφής σε μεγαλύτερο βαθμό και να έχουν μεγαλύτερη ενεργειακή πρόσληψη από τις Ελληνίδες γυναίκες.
Με την κακή διατροφή συνδέεται και ο υψηλός επιπολασμός της υπερχοληστεριναιμίας στον ελληνικό πληθυσμό. Σύμφωνα με την Hellas Health I, το 9,1% του πληθυσμού δηλώνει ότι έχει υψηλές τιμές χοληστερόλης, ενώ οι εκτιμήσεις του Π.Ο.Υ. αποδίδουν στην υπερχοληστεριναιμία περισσότερους από 12.000 θανάτους ετησίως.
Κάπνισμα
Τα κάπνισμα στην Ελλάδα παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα, εμφανίζοντας μια σχετική αυξητική τάση από το έτος 2000 και για τα δύο φύλα. Σύμφωνα με στοιχεία της Hellas Health I, του 2006, το 40% των Ελλήνων είναι καπνιστές και, συγκεκριμένα, το 49,9% των ενήλικων ανδρών και το 30,8% των ενήλικων γυναικών καπνίζουν σε καθημερινή βάση. Τέσσερις στους δέκα καπνιστές καπνίζουν πάνω από 20 τσιγάρα ημερησίως.
Στάσιμα παραμένουν και τα ποσοστά των νέων (18-34 ετών) που καπνίζουν, σε σύγκριση με ευρωπαϊκή μέτρηση προ πενταετίας. Συγκεκριμένα, το 44,3% των νέων καπνίζουν καθημερινά. Το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής (Ε.Π.Ι.Ψ.Υ.) εκτιμά ότι το 24,6% των μαθητών ηλικίας 14-17 ετών καπνίζει καθημερινά, αν και το ποσοστό των εφήβων που έχουν καπνίσει τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους είναι σχετικά χαμηλό σε σχέση με άλλα κράτη της Ευρώπης (Ε.Π.Ι.Ψ.Υ. 2005).
Όλα τα παραπάνω ποσοστά φέρνουν την Ελλάδα στην κορυφή της λίστας των χωρών με τα υψηλότερα ποσοστά καπνιστών πανευρωπαϊκά και ανάμεσα στις υψηλότερες θέσεις διεθνώς.
Εξάλλου, σύμφωνα με τα στοιχεία του Π.Ο.Υ. για το έτος 2000, η μέση κατανάλωση τσιγάρων στην Ελλάδα ήταν 2.457,17 κατ’ άτομο ετησίως, ενώ ο αντίστοιχος δείκτης στην Ευρωπαϊκή Ένωση ανερχόταν σε 1.661,64 κατ’ άτομο ετησίως.
Σημαντικό πρόβλημα αποτελεί και το παθητικό κάπνισμα, καθώς από τους μη καπνιστές και τους περιστασιακούς καπνιστές, το 31,5% δηλώνει ότι εκτίθεται σε καπνό στο σπίτι και το 38% στην εργασία. Συνολικά, πάνω από 20.000 Έλληνες πεθαίνουν κάθε χρόνο εξαιτίας του καπνίσματος (19,3% των θανάτων).
Αλκοόλ
Η κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών στην Ελλάδα κυμαίνεται σε χαμηλά, σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, επίπεδα. Ωστόσο, όπως φαίνεται και στον Πίνακα 6.2, η κατάχρηση οινοπνεύματος είναι υπεύθυνη για ένα αξιόλογο ποσοστό της νοσηρότητας στον ελληνικό πληθυσμό.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η μέση κατανάλωση αλκοόλ στην Ελλάδα ήταν, το 2003, 7,68 λίτρα κατ’ άτομο ετησίως. Συγκριτικά, ο μέσος όρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν, το ίδιο έτος, 9,11 λίτρα κατ’ άτομο ετησίως. Περίπου ένας στους πέντε Έλληνες δηλώνει ότι πίνει περισσότερες από 4 μερίδες οινοπνευματωδών ποτών την εβδομάδα.
Το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής (Ε.Π.Ι.Ψ.Υ.) εκδίδει ετήσιες εκθέσεις για τη χρήση ναρκωτικών και οινοπνευματωδών ποτών στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία για το έτος 2004, δύο στους τρεις Έλληνες ηλικίας 12-64 ετών είχαν πιει κάποιο οινοπνευματώδες ποτό στο χρονικό διάστημα των 30 ημερών που προηγήθηκαν της έρευνας. Το 29,8% δήλωσε ότι πίνει τουλάχιστον 2 φορές την εβδομάδα, ενώ το 12,8% ανέφερε περιστατικό μέθης τον τελευταίο χρόνο.
Το ποσοστό των ατόμων που δηλώνει ότι έκανε χρήση αλκοόλ μέσα στο έτος εμφανίζει μικρή μείωση κατά την εικοσαετία 1984-2004, κυρίως στον εφηβικό πληθυσμό. Οι Έλληνες έφηβοι, αν και εμφανίζουν σχετικά υψηλό ποσοστό κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών, που τους κατατάσσει στην πρώτη δεκάδα μεταξύ των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρουσιάζουν μικρά ποσοστά προβληματικής χρήσης.
Μεταξύ των εφήβων, τα περιστατικά μέθης, αν και αυξήθηκαν τη δεκαετία 1993-2003, παραμένουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα, αν συγκριθούν με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μόλις 2% των εφήβων αναφέρει τουλάχιστον 10 περιστατικά μέθης τον τελευταίο μήνα, την ώρα που σε χώρες όπως η Δανία και η Ιρλανδία τα ποσοστά είναι 34% και 29% αντίστοιχα (Ε.Π.Ι.Ψ.Υ. 2005).
Παρά τα ευνοϊκά επίσημα στοιχεία, πρέπει να σημειωθεί ότι η λήψη αλκοόλ γίνεται, σήμερα, περισσότερο μέσω της κατανάλωσης ποτών με υψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ, ενώ παλαιότερα, η κύρια μορφή κατανάλωσης ήταν στην Ελλάδα το κρασί. Τα τελευταία χρόνια, μετά το 2000, έγινε προσπάθεια πρόληψης των τροχαίων ατυχημάτων που σχετίζονται με το οινόπνευμα.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οι έλεγχοι της Τροχαίας για μέθη αυξήθηκαν από 365.388 το 2000 σε 1.281.102 το 2004, ενώ το ποσοστό των θετικών ελέγχων μειώθηκε από 8,3% σε 3,2% των οδηγών που ελέγχθηκαν. Το 2000, τα τροχαία ατυχήματα που σχετίζονται με τη λήψη οινοπνευματωδών ποτών ήταν 19,41 ανά 100.000 κατοίκους, ενώ το 2004 είχαν ήδη μειωθεί στα 13,12 ανά 100.000 κατοίκους. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου επίσης παρατηρείται πτωτική πορεία, ο αριθμός ατυχημάτων ήταν, το 2004, 19,48 ανά 100.000 άτομα.
Παχυσαρκία
Ένας από τους πλέον εύχρηστους δείκτες εκτίμησης του σωματικού βάρους είναι ο Δείκτης Μάζας Σώματος-Δ.Μ.Σ. (Body Mass Index, ΒΜΙ). Σύμφωνα με την κατάταξη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, τα άτομα με Δ.Μ.Σ. μεγαλύτερο του 25kg/m2 χαρακτηρίζονται ως υπέρβαρα, ενώ από τα 30kg/m2 και πάνω, κατατάσσονται ως παχύσαρκα.
Τρεις μεγάλες και πρόσφατες έρευνες στον ελληνικό πληθυσμό εκτίμησαν ότι ο μέσος Δ.Μ.Σ. των Ελλήνων είναι μεταξύ 26,2-26,4kg/m2, με τους άνδρες να έχουν μέσο Δ.Μ.Σ. 27,4kg/m2 και τις γυναίκες 25,3kg/m2. Τα στοιχεία από τις ίδιες μελέτες δείχνουν ότι η μέση τιμή του Δ.Μ.Σ. αυξάνεται με την ηλικία, ενώ και οι έγγαμοι εμφανίζονται υπέρβαροι και παχύσαρκοι σε μεγαλύτερα ποσοστά από τους άγαμους.
Το φαινόμενο αυτό αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στη μεγαλύτερη μέση ηλικία των παντρεμένων. Επίσης, τα ποσοστά των υπέρβαρων και παχύσαρκων είναι χαμηλότερα μεταξύ των ατόμων υψηλού μορφωτικού και κοινωνικοοικονομικού επιπέδου.
Το ποσοστό των παχύσαρκων στον ελληνικό πληθυσμό ήταν, το 2006, 16,4% (14,3% στους άνδρες και 18,3% στις γυναίκες). Αν συνυπολογιστούν και οι υπέρβαροι, το ποσοστό του πληθυσμού με μη φυσιολογικό βάρος ανέρχεται στο 57,7%. Ο αριθμός αυτός καθιστά τον ελληνικό πληθυσμό έναν από τους πιο υπέρβαρους στην Ευρώπη. Μεταξύ των 15 παλαιότερων μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μόνο το Ηνωμένο Βασίλειο εμφανίζει υψηλότερο ποσοστό.
Δείκτης Μάζας Σώματος (σε kg/m2) στον ελληνικό πληθυσμό (2006)
ΔΕΙΚΤΗΣ ΜΑΖΑΣ ΣΩΜΑΤΟΣ <25
ΣΥΝΟΛΟ ΠΛΥΘΗΣΜΟΥ 42,3% - ΑΝΔΡΕΣ 37,6% - ΓΥΝΑΙΚΕΣ 46,7%
ΔΕΙΚΤΗΣ ΜΑΖΑΣ ΣΩΜΑΤΟΣ 25-29,9
ΣΥΝΟΛΟ ΠΛΥΘΗΣΜΟΥ 41,3% - ΑΝΔΡΕΣ 48,1% - ΓΥΝΑΙΚΕΣ 34,9%
ΔΕΙΚΤΗΣ ΜΑΖΑΣ ΣΩΜΑΤΟΣ >30
ΣΥΝΟΛΟ ΠΛΥΘΗΣΜΟΥ - 16,4% ΑΝΔΡΕΣ - 14,3% ΓΥΝΑΙΚΕΣ 18,3%
Πηγή: Τούντας και συν. 2007
Σωματική άσκηση
Η έλλειψη σωματικής άσκησης είναι από τους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου για πολλά νοσήματα, με κυριότερα τα νοσήματα του κυκλοφορικού συστήματος.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της Hellas Health I, το 2006 το 34,5% των ανδρών και το 44,7% των γυναικών στον ελληνικό πληθυσμό δήλωναν αδρανείς. Αντιθέτως, τα άτομα που δήλωσαν ότι έχουν συχνή (2-3 φορές την εβδομάδα) έντονη σωματική δραστηριότητα δήλωσαν και σημαντικά καλύτερη ποιότητα ζωής σχετιζόμενη με την υγεία, σε όλες τις διαστάσεις της.
Οι έγγαμοι, οι κάτοικοι των αστικών περιοχών, όσοι ανήκουν σε χαμηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο και οι συγκριτικά μεγαλύτεροι σε ηλικία, εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά σωματικής αδράνειας.
Ναρκωτικά
Οι εκτιμήσεις του Ε.Π.Ι.Ψ.Υ. για τη χρήση παράνομων ναρκωτικών ουσιών στην Ελλάδα το 2004 αναφέρουν ότι το 8,6% του ελληνικού πληθυσμού ηλικίας 12-64 ετών έχει κάνει χρήση παράνομης ουσίας μία ή περισσότερες φορές στη ζωή του. Υψηλότερα ποσοστά εμφανίζουν οι άνδρες (13,3% έναντι 3,9% των γυναικών) και τα άτομα ηλικίας 18-35 ετών (12,2%). Πρόσφατη χρήση, δηλαδή χρήση μέσα στους 12 τελευταίους μήνες, αναφέρει το 4,6% του πληθυσμού 18-24 ετών και το 2,9% του πληθυσμού 25-35 ετών. Το μεγαλύτερο μέρος της χρήσης παράνομων ουσιών αφορά στην κάνναβη.
Διαχρονικά, η χρήση ναρκωτικών ουσιών παρουσίασε σημαντική αύξηση στο διάστημα 1984 - 1998 και στη συνέχεια ακολουθεί πτωτική πορεία. Μεταξύ των μαθητών ηλικίας 14-17 ετών, η κάνναβη είναι η πιο δημοφιλής παράνομη ουσία. Το 10% των μαθητών αυτής της ηλικίας δηλώνει ότι έχει κάνει χρήση ναρκωτικών τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του. Συγκριτικά, το 1984 και το 1993, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 8,3% και τo 1998 είχε φτάσει το 15,2%. Σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι Έλληνες έφηβοι εμφανίζουν μικρά ποσοστά χρήσης, ιδιαίτερα κάνναβης.
Η μόνη κατηγορία στην οποία φαίνεται να βρίσκονται ψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο είναι τα εισπνεόμενα. Το 2004, οι βεβαιωθέντες θάνατοι από ναρκωτικά ήταν 226, αν και οι καταγραφές είναι ελλιπείς, ενώ θάνατοι από AIDS, ηπατίτιδα και άλλα νοσήματα που σχετίζονται με τη χρήση ναρκωτικών, δεν συμπεριλαμβάνονται σε αυτόν τον αριθμό. Από το 2001, όταν οι θάνατοι από ναρκωτικά ήταν 321, παρατηρείται μια σαφής πτώση. Ωστόσο, η θνησιμότητα είναι πολύ αυξημένη σε σχέση με τις αρχές της δεκαετίας του 1990, καθώς τα στοιχεία του 1993 αναφέρονται σε μόλις 78 βεβαιωθέντες θανάτους από παράνομες ουσίες.