Ν
- Ναρκωτικά: Φυσικές ή συνθετικές ουσίες, που προκαλούν ευφορία και αναλγησία. Η χρήση τους βρίσκεται υπό κρατικό έλεγχο.
- Νάτριο: Σημαντικός ηλεκτρολύτης του ανθρωπίνου οργανισμού, που συμβάλλει στην διατήρηση του ισοζυγίου των υγρών. Η μέτρηση των επιπέδων του γίνεται στα πλαίσια του συνήθους βιοχημικού ελέγχου.
- Ναυτία: Δυσάρεστο συναίσθημα ζάλης και τάσης προς έμετο. συχνά παρενέργεια της χημειοθεραπείας.
- Νεοεπικουρική (neoadjuvant) χημειοθεραπεία: Η θεραπεία που χορηγείται πριν την πρώτη θεραπεία με σκοπό τη καλύτερη αποτελεσματικότητα της.
- Νεόπλασμα (νεοπλασία): Παθολογική ανάπτυξη μίας ομάδας κυττάρων. Μπορεί να είναι είτε καλοήθης είτε κακοήθης.
- Νεοπλασματικοί δείκτες: Χημικές ουσίες του αίματος, που παράγονται από ορισμένους όγκους. Η μέτρηση των επιπέδων των δεικτών είναι χρήσιμη στην διάγνωση και την παρακολούθηση της θεραπείας.
- Νευρικός αποκλεισμός: Μέθοδος ανακούφισης από τον πόνο μέσω της έγχυσης κατάλληλων φαρμάκων σε νευρικό ιστό.
- Νευροπάθεια: Νευρική δυσλειτουργία, που προκαλεί αιμωδίες (μούδιασμα) ή κινητικές διαταραχές σε μία περιοχή του σώματος. Μπορεί να αποτελεί παρενέργεια των χημειοθεραπευτικών φαρμάκων.
- Νευροτοξικότητα: Τοξική δράση (κυρίως φαρμάκων) στο νευρικό σύστημα.
- Νεφελοποιητής: Συσκευή ψεκασμού ενός φαρμάκου μέσω εισπνοής.
- Νεφρική ανεπάρκεια: Δυσλειτουργία των νεφρών, που μπορεί να οφείλεται σε νοσήματα ή στην τοξική δράση φαρμάκων και άλλων χημικών ουσιών.
- Νιτροζουρίες: Ομάδα χημειοθεραπευτικών φαρμάκων, που διέρχονται τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό και ασκούν δράση στον εγκέφαλο.
- Νομισματοειδής βλάβη, μονήρης όγκος: Μονήρης βλάβη στην ακτινογραφία θώρακος, που μπορεί να είναι λοιμώδης εστία, όγκος ή άλλη κατάσταση.
- Νόσος μοσχεύματος κατά ξενιστή: Παθολογική κατάσταση, κατά την οποία τα ανοσολογικά κύτταρα του μοσχεύματος αναγνωρίζουν ως ξένα τα φυσιολογικά κύτταρα του δέκτη και επιχειρούν να τα καταστρέψουν (μπορεί να επέλθει μετά από μεταμόσχευση).