Κ
- Κάθαρση κρεατινίνης: Ευαίσθητη μέθοδος εξέτασης της νεφρικής λειτουργίας, για την οποία απαιτείται συλλογή ούρων 24ώρου και δείγμα αίματος. Μερικές φορές πραγματοποιείται για να επιβεβαιωθεί εάν είναι ασφαλής η χορήγηση αντικαρκινικών φαρμάκων, που είναι νεφροτοξικά.
- Καθετήρας: Σωληνώδες όργανο από ελαστικό, πλαστικό ή μέταλλο, που μπορεί να εισαχθεί σε κοιλότητα του σώματος (π.χ. ουροδόχος κύστη) είτε για να παροχετευθούν υγρά είτε για να χορηγηθούν υγρά ή φάρμακα.
- Καθετηριασμός: Διαδικασία εισαγωγής του καθετήρα.
- Κακοήθης: Αποτελεί συνώνυμου του καρκινικού. Δύο βασικά χαρακτηριστικά των κακοηθειών είναι η τάση διήθησης των παρακείμενων ιστών και η διασπορά της νόσου σε άλλα σημεία (μεταστάσεις).
- Καλής διαφοροποίησης: Όγκος, τα κύτταρα του οποίου στο μικροσκόπιο μοιάζουν με του φυσιολογικού ιστού από τον οποίο προέρχεται (βλ. και πτωχής διαφοροποίησης, αδιαφοροποίητος όγκος).
- Κάλιο: Σημαντικός ηλεκτρολύτης του οργανισμού, ο οποίος σε διάφορες νοσολογικές καταστάσεις (ιδίως διαρροϊκά σύνδρομα) μπορεί να ελαττωθεί. Τα χαμηλά επίπεδα καλίου ενδέχεται να προκαλέσουν μυϊκή αδυναμία.
- Καλοήθης όγκος: Όγκος που δεν επεκτείνεται στους παρακείμενους ιστούς και δεν χορηγεί μεταστάσεις. Υπό μικροσκοπικό έλεγχο, ένας καλοήθης όγκος δεν μοιάζει με καρκίνο.
- Καντιντίαση, μονιλίαση: Συνήθης μυκητιασική λοίμωξη, που εμφανίζεται ως λευκωπές περιοχές της γλώσσας, του εσωτερικού της στοματικής κοιλότητας ή του δέρματος.
- Καρκινικό κύτταρο: Κύτταρο το οποίο διαιρείται και αναπαράγεται ανώμαλα.
- Καρκινικοί δείκτες: Πρωτεΐνες και άλλες ουσίες που ανευρίσκονται στο αίμα και υποδηλώνουν την παρουσία καρκίνου σε κάποιο σημείο του σώματος.
- Καρκινογένεση: Ανάπτυξη ή δημιουργία του καρκίνου.
- Καρκινοεμβρυϊκό αντιγόνο (CEA): Νεοπλασματικός δείκτης του αίματος, που μπορεί να υποδηλώνει την παρουσία καρκίνου. Ανευρίσκεται αυξημένος σε ορισμένες μορφές καρκίνου (π.χ. μαστού, εντέρου, πνευμόνων). Παρακολουθώντας τα επίπεδα του CEA, ο ιατρός εκτιμά την πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου και την πρόοδο της θεραπείας.
- Καρκίνος: Η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη καρκινικών κυττάρων. μπορεί να εμφανιστεί σε οποιονδήποτε από τους ιστούς του οργανισμού.
- Καρκίνωμα: Μορφή καρκίνου, που αναπτύσσεται σε ιστούς που επενδύουν όργανα του σώματος (δέρμα, μήτρα, πνεύμονες, μαστός και σε άλλους επιθηλιακούς ιστούς). Το 80 έως 90% των περιπτώσεων καρκίνου είναι καρκινώματα.
- Καρκίνωμα ενδομητρίου: Καρκίνος της εσωτερικής επιφάνειας της μήτρας (ενδομήτριο).
- Καρκίνωμα in situ: Πρωιμότερο στάδιο κακοήθειας, κατά το οποίο η νόσος περιορίζεται τοπικά και δεν έχει μεγαλώσει σημαντικά ή χορηγήσει μεταστάσεις. Τα καρκινώματα in situ είναι ιάσιμα σε μεγάλο ποσοστό.
- Κατάσταση δραστηριότητας: Εκτίμηση της λειτουργικότητας ενός καρκινοπαθούς. Η κλίμακα βαθμολόγησης αριθμεί από το 0 έως το 100 και αυξάνεται ανά 10 βαθμούς. Ένας ασθενής με κλίμακα επιδόσεων 80 λειτουργεί καλύτερα από έναν άλλο με 50. Η μέθοδος ονομάζεται βαθμολόγηση κατά Karnofsky.
- Καταστολή μυελού των οστών: Ελάττωση μίας ή περισσότερων σειρών των έμμορφων στοιχείων του αίματος. Η καταστολή μπορεί να οφείλεται στην χημειοθεραπεία ή την ακτινοθεραπεία, σε νοσήματα ή σε διάφορα φάρμακα.
- Κατάταξη κατά ΤΝΜ: Ακριβές σύστημα περιγραφής του σταδίου ανάπτυξης για τις περισσότερες μορφές καρκίνου. Το σύστημα αυτό δεν χρησιμοποιείται για λεμφώματα, λευχαιμίες ή την νόσο Hodgkin.
- Κάτω κοίλη φλέβα: Μεγάλη φλέβα, που παροχετεύει το αίμα από τα κάτω άκρα και την κοιλιά προς την καρδιά.
- Καχεξία: Επιβάρυνση της κατάστασης της υγείας του ασθενούς, που οφείλεται σε κακή διατροφή, καρκίνο ή άλλα νοσήματα.
- Κλινικές μελέτες: Διαδικασία εκτίμησης της αποτελεσματικότητας νέων μεθόδων θεραπείας. Πραγματοποιούνται εφόσον υπάρχουν θετικές ενδείξεις σε πειράματα με ζώα ή προκαταρκτικές μελέτες σε ανθρώπους.
- Κοβάλτιο – Θεραπεία με κοβάλτιο: Ακτινοθεραπευτικό μηχάνημα, που εκπέμπει ακτινοβολία γ από ραδιενεργό πηγή κοβαλτίου.
- Κοιλίες εγκεφάλου: Κοιλότητες του εγκεφάλου, που πληρούνται με υγρό και συνδέονται μεταξύ τους. Η απόφραξη της ροής του υγρού μεταξύ των κοιλιών προκαλεί οίδημα (υδροκέφαλος).
- Κοκκιοκύτταρα: Κυριότερος τύπος λευκοκυττάρων. Βασική λειτουργία τους είναι η καταστροφή των βακτηριδίων. Ονομάζονται και ουδετερόφιλα πολυμορφοπύρηνα.
- Κολονοσκόπηση: Εξέταση του ορθού και του παχέος εντέρου με την χρήση ενδοσκοπίου. Κατά την εξέταση είναι δυνατή η λήψη δειγμάτων από ύποπτες περιοχές για βιοψία.
- Κολοστομία: Τεχνητή οδός (διαμέσου του κοιλιακού τοιχώματος) για την αποβολή των κοπράνων από το παχύ έντερο σε ειδικό σάκο, που επικολλάται στο κοιλιακό τοίχωμα. Η κολοστομία είναι απαραίτητη μετά από αφαίρεση τμήματος του παχέος εντέρου σε πολλές περιπτώσεις (παροδική ή μόνιμη).
- Κολποσκόπηση: Εξέταση αποκάλυψης βλαβών στον τράχηλο της μήτρας και τον κόλπο με ειδικά όργανα.
- Κορτιζόνη: Ορμόνη που παράγεται από τα επινεφρίδια. Υπάρχουν και συνθετικές μορφές της ορμόνης, που χρησιμοποιούνται στην θεραπεία φλεγμονών και άλλων νοσημάτων (π.χ. καρκίνος).
- Κρυοχειρουργική: Καταστροφή των νεοπλασματικών ιστών με χρήση ειδικού χειρουργικού οργάνου (ψυχρή μήλη).
- Κυστεοσκόπηση: Εξέταση του εσωτερικού της ουροδόχου κύστης με χρήση ειδικού ενδοσκοπίου. Κατά την διάρκεια της εξέτασης, είναι δυνατό να τοποθετηθεί καθετήρας, να ληφθεί βιοψία ή να αφαιρεθεί τμήμα ιστού.
- Κυστίτιδα: Φλεγμονή της ουροδόχου κύστης, που συνήθως οφείλεται σε μικροβιακή μόλυνση. Μπορεί να αποτελεί παρενέργεια της ακτινοθεραπείας ή της χημειοθεραπείας. Στα συμπτώματα περιλαμβάνονται αίσθημα καύσου κατά την ούρηση και συχνουρία.
- Κύτταρα: Δομικές μονάδες των ιστών του ανθρώπινου οργανισμού.
- Κυτταρική ανοσία: Τύπος ανοσολογικής απάντησης, που ελέγχεται από κύτταρα του ανοσοποιητικού (π.χ. λεμφοκύτταρα).
- Κυτταρικός κύκλος: Σύνολο σταδίων, από τα οποία διέρχεται κάθε κύτταρο κατά την διαίρεσή του. Τα χημειοθεραπευτικά φάρμακα επιδρούν σε κύτταρα, που βρίσκονται σε διαφορετικό στάδιο του κυτταρικού κύκλου.
- Κυτταρίτιδα: Φλεγμονή του δέρματος και των υποκειμένων ιστών.
- Κυττοκίνη: Ουσία, που εκκρίνεται από κύτταρα του ανοσοποιητικού για την επικοινωνία με άλλα ανοσοποιητικά κύτταρα.
- Κυτταρολογία: Μελέτη σε μικροσκόπιο κυττάρων, που έχουν αποπέσει ή αποξεστεί από διάφορα όργανα (π.χ. μήτρα, πνεύμονες, ουροδόχος κύστη, στόμαχος). Ειδικός κλάδος της κυτταρολογίας αποτελεί η αποφολιδωτική κυτταρολογία.
- Κυψελίδα: Mικρή σακοειδής διεύρυνση στον πνεύμονα για την ανταλλαγή αερίων του σώματος (οξυγόνου και διοξειδίου του άνθρακα).
- Κωνοειδής βιοψία: Aφαίρεση ιστού από το στόμιο του τραχήλου της μήτρας.