Οικονομικές διαστάσεις του αλκολισμού
Έχει αναφερθεί ότι ο αλκοολισμός στοιχίζει κάθε χρόνο ένα δισεκατομμύριο δολάρια, στην βιομηχανία των Η.Π.Α., οι δυσκολίες όμως να υπολογιστεί η διάδοση ων προβλημάτων που υπάρχουν εξαιτίας του ποτού κάνουν την εκτίμηση μόνο ένα αδρό οδηγό. Για την Βρετανία έχει αναφερθεί το ποσό των 40 εκατομμυρίων λιρών, από τα οποία τα 20 πληρώνονται σε αναρρωτικές άδειες. Είναι λοιπόν υπερβολικά τα έξοδα που πληρώνει η κοινωνία και το κόστος στην υγεία του ίδιου του πότη. Οι οικονομικές συνέπειες από την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ είναι πολυεπίπεδες, καθώς η κατανάλωση αλκοολούχων ποτών επηρεάζει:
- την επαγγελματική δραστηριότητα (μείωση παραγωγικότητας, αυξημένες ώρες απουσίας από την εργασία, κόστος από εργατικά ατυχήματα, χαμένες εργασιακές ευκαιρίες των ίδιων και των συγγενών τους),
- την ποινική δικαιοσύνη (απαιτεί χρόνο και πόρους από το δικαστικό σύστημα και τις αστυνομικές αρχές),
- το σύστημα Υγείας (αυξημένες δαπάνες περίθαλψης λόγω αυξημένων αναγκών των χρηστών από τις επιπτώσεις της χρήσης αλκοόλ),
- τις υπηρεσίες Κοινωνικής Πρόνοιας (αντιμετώπιση των προβλημάτων στην οικογένεια, στον επαγγελματικό χώρο, της ανεργίας και της επακόλουθης φτώχιας).
Ο Π.Ο.Υ. προτείνει μια προσέγγιση του κοινωνικού κόστους από το αλκοόλ, η οποία συνυπολογίζει αφενός το κόστος της απουσίας από την εργασία, την ανεργία, τις συνέπειες από τα ατυχήματα και την εγκληματικότητα, το κόστος των υπηρεσιών υγείας, αστυνόμευσης, δικαιοσύνης και πρόνοιας, και αφετέρου το έμμεσο κόστος από την πρώιμη θνησιμότητα και νοσηρότητα και την απώλεια παραγωγικότητας εξαιτίας αυτών. Μελέτες που έχουν διεξαχθεί διεθνώς, διαπιστώνουν ότι το κοινωνικό κόστος είναι πολύ μεγαλύτερο από το άμεσο κόστος υγείας.
Ακόμη και μελέτες που επικεντρώνουν μόνο στις δημόσιες δαπάνες για υγεία, αστυνόμευση και κοινωνικές υπηρεσίες, συμπεραίνουν ότι το κόστος των υπολοίπων κοινωνικών υπηρεσιών υπερβαίνει το άμεσο κόστος των υπηρεσιών υγείας.
Βάση της ανασκόπησης των διαθέσιμων στοιχείων, το συνολικό (άμεσα μετρήσιμο) κόστος του αλκοόλ στην Ε.Ε. το 2003 υπολογίστηκε στα 125 δισεκατομμύρια Ευρώ (79 δις - 220 δις Ευρώ), ποσό το οποίο ισοδυναμεί με το 1,3% GDP και το οποίο είναι κατά προσέγγιση ίσο με αυτό που πρόσφατα υπολογίστηκε για τον καπνό.
Το έμμεσο (άυλο) κόστος αντιστοιχεί στην αξία που τα άτομα αποδίδουν στον πόνο, στην οδύνη και στην απώλεια ζωής, συνέπεια της εγκληματικότητας και των αρνητικών επιδράσεων του αλκοόλ στην υγεία και στην κοινωνική ζωή του ατόμου. Το 2003 το κόστος αυτό υπολογίστηκε στα 270 δις Ευρώ, ενώ με διαφορετικούς τρόπους αξιολόγησης υπολογίστηκε μεταξύ των 150 και 760 δις Ευρώ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδος (2007), η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών για αλκοολούχα κατά την περίοδο 2004 - 2005, ήταν 12,39 Ευρώ.
Τα νοικοκυριά της πρωτεύουσας εμφανίζουν την υψηλότερη δαπάνη (15,23 Ευρώ), ακολουθούμενα από τα νοικοκυριά της Θεσσαλονίκης (12,61 Ευρώ). Οι υπόλοιπες αστικές περιοχές και οι ημιαστικές/ αγροτικές περιοχές εμφανίζουν παρόμοια μέση μηνιαία δαπάνη (περίπου 10 - 11 Ευρώ).
Από τη συνολική μέση μηνιαία δαπάνη, το μεγαλύτερο μέρος (4,61 Ευρώ) αφορά στην αγορά αποσταγμάτων (ούζο, ουίσκι, λοιπά οινοπνευματώδη), εκ των οποίων το ουίσκι απορροφά το μεγαλύτερο μέρος (2,13 Ευρώ). Το κρασί, επίσης, καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της δαπάνης για την αγορά αλκοολούχων (4,25 Ευρώ), ενώ, τέλος, ακολουθεί η μπίρα (3,54 Ευρώ).