Από την δαιμονοπληξία στην απομυθοποίηση του καρκίνου
Η ωραιότατη Ελληνική γλώσσα μας διακρίνεται για την ακρίβειά της. Για κάθε έννοια αλλά και για κάθε εξύφανσή της έννοιας αυτής υπάρχει μια διαφορετική λέξη. Εξαίρεση αποτελούν δύο φαινόμενα, το ένα παλιό, το άλλο νέο.
Το παλιό είναι ο γνωστός μας «ευφημισμός» όπου, για να εξευμενίσουμε ή να εξωραΐσουμε κάτι, το αποκαλούμε με την λέξη που έχει ακριβώς την αντίθετη, θετική έννοια. Για παράδειγμα, το ξύδι που το ονομάζουμε γλυκάδι, η ευλογιά, η ασθένεια, που κάθε άλλο παρά ευλογία είναι και πολλά άλλα.
Το νέο φαινόμενο είναι το ακριβώς αντίστροφο. Μια ασθένεια όπως όλες οι άλλες που έχει κανονικότατο όνομα, αναφέρεται συχνά με μια φράση που κρύβει μέσα της έναν απέραντο τρόμο.
Η ασθένεια αυτή είναι ο καρκίνος γνωστότερη ως «η επάρατος (δηλαδή καταραμένη) νόσος». Τώρα, ποιος είναι αυτός ο μοχθηρός που την καταράστηκε θεός, δαίμονας, γριά μάγισσα, ή καλικάντζαρος παραμένει άγνωστο.
Προφανώς, από καθαρή πρόληψη κάποιοι από εμάς πιστεύουν ακράδαντα ότι αν τολμήσουν να εκστομίσουν ή να γράψουν την λέξη «καρκίνος», αυτή η από απροσδιόριστες πηγές εκπορευομένη κατάρα, ως αστροπελέκι, θα πέσει επάνω τους και
θα πάθουν και αυτοί καρκίνο.
Ενώ αν την μυθοποιήσουν και την αποκαλέσουν «επάρατη νόσο» ξορκίζουν το κακό και το κρατούν μακριά τους! Ευτυχώς που πρόσφατα εορτάσαμε με υπερηφάνεια την είσοδό μας στον 21ο αιώνα έχοντας φορτώσει στον ερεβώδη μεσαίωνα όλες τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες. Από μια άποψη, οι άνθρωποι εκείνης της εποχής ίσως να ήσαν προοδευτικότεροι από εμάς γιατί, αυτοί τουλάχιστον, είχαν το ελαφρυντικό ότι τότε η επιστήμη δεν είχε ρίξει άπλετο φως στα πάντα όπως σήμερα.
Στην χρήση του χαρακτηρισμού «επάρατη νόσος» διολισθαίνουν και σοβαρές εφημερίδες όταν αναφέρονται στον θάνατο κάποιου ο οποίος «έχασε την μάχη με την επάρατη νόσο», κατά την γνωστή δραματοποιητική επωδό.
Και το τραγικό είναι ότι τον χαρακτηρισμό αυτό χρησιμoποίησε από του βήματος και ένας από τους εισηγητές σε ενημερωτική εκδήλωση με θέμα τον καρκίνο, στην οποία έτυχε να παραστώ. Η ιδιότητά του; Γιατρός και μάλιστα ογκολόγος! Που σημαίνει ότι η προκατάληψη δεν ορρωδεί ούτε και προ πανεπιστημιακών πτυχίων.
Το θέμα θα περιοριζόταν στην γραφικότητά του αν δεν είχε ορισμένες άκρως επικίνδυνες συνέπειες που προβάλλουν ανάγλυφα από τις απαντήσεις στα εξής ερωτήματα: Πως να αισθάνεται άραγε ο ασθενής που γνωρίζει πως πάσχει από μια «επάρατη νόσο» και πόσο αυτός ο χαρακτηρισμός ανεβάζει το ηθικό του; Και πως να αισθάνονται τα μέλη της οικογένειάς του όταν η ασθένεια του προσφιλούς τους προσώπου είναι «επάρατη»;
Άραγε πόσοι υγιείς αποφεύγουν να κάνουν τσεκ-απ ή να επισκεφθούνε γιατρό όταν έχουν ένα συγκεκριμένο ενόχλημα γιατί φοβούνται ενδόμυχα ότι η διάγνωση μπορεί να δείξει κάτι το «επάρατο»; Και τι συνέπειες έχει αυτή η απροθυμία τους στην πορεία της υγείας τους; Κι ακόμη πόσοι ασθενείς με διάγνωση καρκίνου αρνούνται να κάνουν θεραπεία, κλείνονται στον εαυτό τους και περιμένουν το μοιραίο λυγισμένοι κάτω από το βάρος του «στίγματος», όπως το φαντάζονται, της «επάρατης νόσου»;
Ίσως όλα αυτά, εμάς τους υγιείς, να μη μας ενδιαφέρουν, να μας αφήνουν παγερά αδιάφορους, αφού, ως γνωστόν, οι σοβαρές ασθένειες συμβαίνουν πάντα στους άλλους και ποτέ σ’ εμάς και στην οικογένειά μας!
Καιρός, νομίζω, να βγούμε από τις σπηλιές μας και να επανέλθουμε στον 21ο αιώνα αφήνοντας κατά μέρος τις δαιμονοπληξίες και τους εξορκισμούς ασθενειών με χαρακτηρισμούς όπως «επάρατος νόσος» και «μάστιγα του αιώνα». Για το καλό όλων μας. Και των ασθενών, και των υγιών αλλά και των «υγιών».
Άρης Γαβριηλίδης