Γενικές πληροφορίες για την σχέση ιατρού - ασθενούς
Ιστορική αναδρομή
Από τους αρχαίους Ελληνικούς χρόνους έχει επισημανθεί η σπουδαιότητα της σχέσης ιατρού-ασθενούς.
Ήδη ο Ιπποκράτης είχε επισημάνει ανάμεσα στα άλλα, τη σπουδαιότητα του κοινωνικού περιβάλλοντος ως έναν αιτιολογικό παράγοντα της ασθένειας, καθώς και τη σημασία της σχέσης ιατρού - ασθενούς ως ένα θεραπευτικό εργαλείο.
Μετά το Β' παγκόσμιο πόλεμο τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική αναγνωρίστηκαν τα ίδια προβλήματα στην παραπάνω σχέση.
Τα τελευταία χρόνια αναγνωρίζονται και στη χώρα μας ανάλογα προβλήματα: Όλο και πιο συχνά ο ελληνικός τύπος φιλοξενεί καταγγελίες ασθενών.
Ο ξένος αλλά και ο ελληνικός τύπος φιλοξενούν συχνά καταγγελίες αρρώστων, πιθανά ως έκφραση της δυσαρέσκειάς τους από συγκεκριμένες στάσεις και συμπεριφορές των γιατρών τους. Υπάρχουν αρκετά σημεία και συμπτώματα που δείχνουν ή επιβεβαιώνουν το ανησυχητικό αυτό φαινόμενο της διάσπασης, δηλαδή της σχέσης ανάμεσα στο γιατρό και τον άρρωστο. Αναφέρουμε παρακάτω μερικά απ' αυτά:
- Το εξήντα τέσσερα τοις εκατό (64%) των ενηλίκων κατοίκων αστικών κέντρων ασκούν κριτική, στον τρόπο που οι γιατροί αρρώστου. Αρκετοί από αυτούς αναφέρουν ότι οι καινούριοι γιατροί έχουν χάσει την ανθρώπινη ζεστασιά ικανοποίηση τους για την ποιότητα της ιατρικής φροντίδας, αλλά και την αντιπάθειά τους για τον τρόπο με τον οποίο αυτή προσφέρεται.
- Εβδομήντα τοις εκατό (70%) από όλους τους ενήλικες αρρώστους, ασκούν κριτική για την φροντίδα και την προσοχή που τους παρέχεται στα νοσοκομεία. Οι περισσότεροι ασθενείς θυμούνται ένα έντονα αρνητικό (virυlent) επεισόδιο, σχετικά με τη φροντίδα που είχαν στα νοσοκομεία. Εβδομήντα τοις εκατό (70%) από όλο τον πληθυσμό που μελετήθηκε ικανοποιούνται από τη φροντίδα μη γιατρών θεραπευτών (nonmedical healers) συμπεριλαμβάνοντας τους χειροπράκτες και τους κομπογιαννίτες (quacks).
- Το 2,4% των ερωτηθέντων, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη που διεξήχθη στη ζώνη ευθύνης ενός Κέντρου Υγείας στην Κρήτη εκφράζει όχι καλή γνώμη για τις παρεχόμενες από τους γιατρούς υπηρεσίες, ενώ ένα 10,3% απ' αυτούς, δεν εκφράζει γνώμη.
- Το 15% από όσους επισκέφθηκαν το αγροτικό ιατρείο ενός Δήμου στην Κρήτη, δηλώνουν ότι δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένοι από τις υπηρεσίες που το ιατρείο αυτό τους προσέφερε. Ο βαθμός ικανοποίησης αυξανόταν μαζί με την αύξηση της ηλικίας. Τα ποσοστά αυτά μη ικανοποίησης γίνονταν μεγαλύτερα, όταν τα ίδια τα άτομα ερωτούνταν για τις υπηρεσίες, που τους παρείχε το νομαρχιακό νοσοκομείο (24% δεν ήταν "τόσο πολύ" ικανοποιημένοι και 16% καθόλου ικανοποιημένοι). Βρέθηκε επίσης σημαντική διαφορά μεταξύ των φύλων (ο βαθμός ικανοποίησης ήταν μεγαλύτερος στους άνδρες) και διαπιστώθηκε ότι οι νεότερες ηλικίες έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις από το νοσοκομείο.
Το φαινόμενο της διακοπής της σχέσης γιατρού - ασθενούς είναι γνωστό από παλιά. Πενήντα τοις εκατό (50%) από όλους τους αρρώστους εγκαταλείπουν για κάποιο χρονικό διάστημα τον γιατρό τους, επειδή δυσαρεστήθηκαν με αυτόν. Όλα τα παραπάνω αλλά και πολλά άλλα δείχνουν την ανάγκη ενίσχυσης της σχέσης ανάμεσα στο γιατρό και τον άρρωστο.
Ορισμός της ασθένειας
Εφόσον η σχέση γιατρού - αρρώστου βασίζεται στην πίστη του αρρώστου ότι ο ίδιος είναι άρρωστος, είναι απαραίτητο να αναλύσουμε πρώτα για το τι είναι ασθένεια. Είναι σημαντικό στο σημείο αυτό να διακρίνουμε τη διαφορά ανάμεσα στην υποκειμενική και αντικειμενική περιγραφή της αρρώστιας, η οποία στην αγγλική γλώσσα αποδίδεται με τους όρους illness και diseαse.
Έτσι ενώ ο όρος αρρώστια (disease) σημαίνει "νοσηρά κατάσταση του σώματος" και αναφέρεται στην κατάσταση εκείνη, η οποία μπορεί να προσδιοριστεί με αντικειμενικά κριτήρια, ο όρος ασθένεια (illness) αναφέρεται σε μια "μη υγιεινή κατάσταση του σώματος" και περιλαμβάνει μια υποκειμενική προσέγγιση της δυσφορίας (feeling unwell) του ατόμου.
Επιπρόσθετα, ο όρος sickness αναφέρεται στο κοινωνικό προσδιοριστικό στοιχείο της ασθένειας, προκειμένου να δηλωθεί η ικανότητα ή ανεπάρκεια του ατόμου, όσον αφορά την ανταπόκριση των κοινωνικών υποχρεώσεων του Σύμφωνα με τον Denton, ο βασιζόμενος στην κλινική παρατήρηση και στα επαγγέλματα υγείας ορισμός της αρρώστιας, αναφέρεται ως αντικειμενικός (objective) ενώ ο βασιζόμενος στους ασθενείς (άτομα), ως υποκειμενικός (subjecfive).
Συχνά οι δυο αυτοί ορισμοί αλληλοκαλύπτονται. Έτσι αρκετά άτομα, τα οποία χαρακτηρίζονται ως άρρωστοι από ιατρικής πλευράς, δε θεωρούν τους εαυτούς τους ασθενείς, αλλά και το αντίθετο.
Η ασθένεια (illness) δεν είναι μια απλή κατάσταση των ατόμων αλλά μια κοινωνική διαδικασία συνοδευόμενη από ένα ειδικό τύπο συμπεριφοράς, γνωστής ως συμπεριφορά ασθένειας (illness behaviour). 'Εχουν διατυπωθεί αρκετές απόψεις (θεωρίες) σχετικά με αυτή τη διαδικασία η οποία περιλαμβάνει διάφορα στάδια μέσα από τα οποία περνά ο ασθενής.
Σύμφωνα με αυτούς, το άτομο, μετά την παρατήρηση των συμπτωμάτων της ασθένειας του, αποδέχεται τον ρόλο του ασθενούς (sick role) βλέποντας τους κοινωνικούς του ρόλους να περιορίζονται, αναζητά βοήθεια από το γιατρό και τελικά ενδύεται τον ρόλο του αρρώστου (patient).
Ο Suchman αναφέρει ότι μεταξύ ασθένειας και ιατρικής φροντίδας μεσολαβούν πέντε στάδια, τα παρακάτω: Η εμπειρία του συμπτώματος. Η υπόθεση του ρόλου του ασθενούς. Η επαφή με το γιατρό. Ο εξαρτημένος -από το γιατρό- ρόλος του αρρώστου. Η ανάρρωση και η αποκατάσταση.
Γίνεται φανερό με άλλα λόγια, ότι αμέσως μετά την εμπειρία των πρώτων συμπτωμάτων, το άτομο καλείται ν' αποφασίσει πρώτα απ' όλα εάν ή όχι έχει κάποια ασθένεια και εάν ναι να επιλέξει τι ενέργεια θα κάνει. Ο ορισμός (αντίληψη) της ασθένειας από το ίδιο το άτομο βασίζεται δηλαδή στην αναγνώριση και αξιολόγηση των βιούμενων συμπτωμάτων του.
Η προσέγyιση αυτή της κατάστασης της υγείας από το ίδιο το άτομο αποτελεί ένα είδος αυτοεκτίμησης και επηρεάζεται από κοινωνικούς, ψυχολογικούς και βιολογικούς παράγοντες. Συνήθως το ίδιο το άτομο είναι αυτό που κάνει την πρώτη διάγνωση βασιζόμενο στα σωματικά του ενοχλήματα. Εξαιρέσεις από τον κανόνα αυτό αποτελούν οι παρακάτω καταστάσεις:
- Αναπηρίες που κάνουν το άτομο ανίκανο να εκτιμήσει την κατάστασή του ή να ξεκινήσει κάποια θεραπεία. Ως παραδείγματα αναφέρονται:
- Τα σοβαρά ατυχήματα, στα οποία οι παρευρισκόμενοι ή οι συνοδοί του τραυματία εκτιμούν την κατάστασή του ως σοβαρή και τον μεταφέρουν αμέσως σε γιατρό ή σε νοσοκομείο, και
- Τα έκτακτα περιστατικά, στα οποία το άτομο γίνεται ξαφνικά τόσο αδύναμο και ασθενικό, ανίκανο να πάρει το ίδιο την απόφαση για θεραπεία n έστω να ειδοποιήσει γιατρό με αποτέλεσμα η οικογένεια του, οι συνάδελφοι του, η σπιτονοικοκυρά ή κάποιος άλλος να παίρνουν πρωτοβουλίες και αποφάσεις σχετικά με τη θεραπεία του.
- Τα παιδιά, τα οποία μπορούν κάποιες φορές να αναφέρουν συμπτώματα n να δείχνουν σημεία κακής λειτουργίας, αλλά οι γονείς τους είναι εκείνοι που παίρνουν τις αποφάσεις εάν τα συμπτώματα αυτά συνιστούν ή όχι ασθένεια.
- 'Ατομα τα οποία δε γνωρίζουν ότι έχουν κάποια παθολογική κατάσταση αλλά ενημερώνονται γι' αυτήν από κάποιο άλλο άτομο, π.χ, ένα γιατρό, o οποίος στα πλαίσια μιας ετήσιας φυσικής εξέτασης εντόπισε αρρυθμία, αναιμία ή κάποιο άλλο παθολογικό χαρακτηριστικό. Αν και το πιο σύνηθες στις περιπτώσεις αυτές είναι τα άτομα να υιοθετούν τις οδηγίες και τις παραγγελίες του γιατρού, δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις ασθενών που δεν τις ακολούθησαν.
Στις άλλες, εκτός των παραπάνω εξαιρέσεων, περιπτώσεις, ως κρίσιμα για την περαιτέρω πορεία από την υγεία στην αρρώστια κρίνονται τα στάδια της αρχικής αυτοδιάγνωσης (self-diagnosis) και της αναγνώρισης του ρόλου του ασθενούς (sick role), αφού αυτά θα κατευθύνουν το άτομο στο γιατρό ή σε άλλες εναλλακτικές μορφές (alternative forms) θεραπείας. Ο ορισμός της αρρώστιας ποικίλλει από λαό σε λαό και από άτομο σε άτομο.
Ιατρικό επάγγελμα
Για πρώτη φορά ο όρος «επάγγελμα» (profession) εμφανίζεται το 1541 στο Oxford English Dictionary. Αντίστοιχος όρος δε βρέθηκε σε καμιά από τις γλώσσες του αρχαίου κόσμου. Στο ελληνικό λεξικό των Τεγόπουλου-Φυτράκη ο όρος επάγγελμα αναφέρεται ως "η μόνιμη εργασία για βιοπορισμό" και εμφανίζεται προερχόμενη από το ρήμα επαγγέλομαι (επί αγγέλομαι, υπόσχομαι / ασκώ επάγγελμα, καμώνομαι ότι είμαι κάτι που δεν είμαι).
Σύμφωνα με τον Blum δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του επαγγέλματος: Η παρατεταμένη και εξειδικευμένη εκπαίδευση (prοlonged specialized training) σένα συγκεκριμένο τομέα γνώσης. Ο προσανατολισμός των υπηρεσιών.
Με βάση τα δύο αυτά χαρακτηριστικά η κοινωνία όχι μόνο ορίζει τα επαγγέλματα αλλά και τα κατατάσσει σε κατηγορίες. Η Ιατρική διαθέτουσα μια μακρά περίοδο εκπαίδευσης και ένα προσανατολισμό των υπηρεσιών της στην προαγωγή της υγείας της κοινότητας, κατατάσσεται σε μια από τις υψηλότερες βαθμίδες.
Σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο David Robinson το επάγγελμα της ιατρικής θεωρείται ως το υπερισχύον -dominant) όσον αφορά τους όρους του κύρους (prestige) και της δικαιοδοσίας των εμπειρογνωμόνων (experts authority).
Η "επικράτηση" του ιατρικού επαγγέλματος θα πρέπει ν' αποδοθεί, όχι μόνο στα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν παραπάνω (της μακρόχρονης εκπαίδευσης και του προς την κοινότητα προσανατολισμού των υπηρεσιών του) αλλά και στον ιδιαίτερο κοινωνικό ρόλο του γιατρού.
Ένας άλλος παράγοντας, σύμφωνα επίσης με τον Rοbinsοn, που συμβάλλει στην αύξηση του κύρους και της κοινωνικής αποδοχής του ιατρικού επαγγέλματος, είναι και η δυνατότητα που έχει ο γιατρός να χρησιμοποιήσει και να εφαρμόσει στην άμεση επαφή, με τον ασθενή του όλες τις προόδους και τις νέες γνώσεις που προέρχονται από ένα σημαντικό αριθμό επιστημών (βιοχημεία, κοινωνιολογία, ψυχολογία κ.α.).
Η θετική αντίληψη για το γιατρό που έχει διαμορφώσει η κοινωνία, συνεπάγεται ένα σταθερό σύνολο γενικών υποχρεώσεων (obligations) και προνομίων (privileges). Οι υποχρεώσεις και τα προνόμια αυτά συνθέτουν, σε γενικές γραμμές, τον κοινωνικό ρόλο (social role) του γιατρού, ο οποίος ποικίλλει από κοινωνία σε κοινωνία και εξειδικεύεται από γιατρό σε γιατρό.
Ο κοινωνικός αυτός ρόλος του γιατρού περιλαμβάνει ένα σύνολο κανόνων συμπεριφοράς, οι οποίοι αποτελούν αντανάκλαση των προσδοκιών από μέρους της κοινωνίας. Σύμφωνα με τον Samuel Blum η κοινωνία προσδοκά από το γιατρό να ασκήσει με τον καλύτερο και πιο αποτελεσματικό τρόπο τις ικανότητές του και να εφαρμόσει τις γνώσεις που έχει, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις διάφορες ασθένειες. Έτσι η κοινωνία αναμένει από το γιατρό:
- Ιεραποστολική συμπεριφορά, που θα πηγάζει από το ενδιαφέρον του να προσφέρει στους άλλους περισσότερα, απ' ότι στον εαυτό του. Αναζητά δηλαδή η κοινωνία από το γιατρό "εσωτερικά" κίνητρα για προσφορά (service motive) σε αντίθεση με τ' άλλα επαγγέλματα, τα προσανατολισμένα στις επιχειρήσεις, για τα οποία αποδέχεται ως βασικό κίνητρο το κέρδος (profit motive). Η κατανόηση, από μέρους του γιατρού, της προσδοκίας αυτής της κοινωνίας, αναφορικά με τον κοινωνικό του ρόλο αναμένεται να οδηγήσει στη βελτίωση της σχέσης με τον άρρωστο και κατ' επέκταση σε μείωση των συγκρούσεων μαζί του. Συγκρούσεις που συχνά στη χώρα μας δημοσιοποιούνται και με τη σειρά τους διαμορφώνουν μια δυσμενή εικόνα για την κατάσταση του ιατρικού σώματος. Η βασική αυτή υποχρέωση του γιατρού (για ιεραποστολική συμπεριφορά), συνδέεται και με τα σημαντικά προνόμια που του παρέχει η κοινωνία στη διάρκεια άσκησης του επαγγέλματός του. Ανάμεσα στα προνόμια αυτά, είναι και η δυνατότητα του γιατρού να ζητά πληροφορίες σχετικά με την προσωπική ζωή του ασθενούς, καθώς και να εξετάζει αυτόν στις πλέον απόκρυφες περιοχές του σώματός του. Αν και τα προνόμια αυτά πηγάζουν από τον "ειδικό" ρόλο του γιατρού, εν τούτοις αποτελούν μια μοναδική τιμή που η κοινωνία δεν επιφυλάσσει σε κανένα άλλον.
- Συμπεριφορά αντικειμενική και συναισθηματικά αμερόληπτη. Ο ασθενής "εξομολογούμενος" στο γιατρό τα προβλήματα υγείας του και εξιστορώντας του πολλές φορές γεγονότα από την προσωπική του ζωή, τις ιδέες ή τις πίστεις του, αναζητά στο πρόσωπο του γιατρού τη συμπάθεια και την κατανόηση. Η προσδοκία αυτή, όπως και η προηγούμενη, αποτελεί συχνά πηγή προβλημάτων στη σχέση γιατρού- ασθενούς, αφού απαιτείται από το γιατρό υψηλού βαθμού ουδετερότητα, έλεγχος των συναισθημάτων του και υψηλού βαθμού τεχνική της επικοινωνίας του με τον ασθενή. Τέλος, αναμένεται από το γιατρό ν' ακολουθήσει τους παγκόσμια αποδεκτούς κανόνες επαγγελματικής συμπεριφοράς και όχι τις περιστασιακές απαιτήσεις που επιβάλλουν τοπικές συνθήκες και καταστάσεις.
Σ' αυτές τις δύο βασικές υποχρεώσεις που περιγράφει ο Samuel Blum θα μπορούσε να προστεθεί μια τρίτη, σύμφωνα με την οποία ο γιατρός είναι υποχρεωμένος ν' ακολουθεί ένα σύνολο κανόνων προσωπικής και κοινωνικής ζωής συμβατούς με τις επικρατούσες κοινωνικοπολιτιστικές αντιλήψεις της περιοχής.
Στη χώρα μας και ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές ο γιατρός αποτελεί ένα είδος τοπικού "ηγέτη" με σημαντική συμμετοχή και επιρροή στις υποθέσεις και στα προβλήματα της τοπικής κοινωνίας. 'Ολοι αναφέρονται με σεβασμό στο πρόσωπο του γιατρού (και αυτά απορρέει από τον κοινωνικό του ρόλο) και αναζητούν απ' αυτόν βοήθεια και συμβολή ακόμη και σε προβλήματα που δεν αφορούν την υγεία.
Αυτή η ειδική και προνομιακή θέση του γιατρού στην τοπική κοινωνία συνεπάγεται με τη σειρά της βασικές υποχρεώσεις, αφού αναμένεται οι στάσεις και η συμπεριφορά του γιατρού να λειτουργήσουν ως πρότυπο στον πληθυσμό. Μία μη συμβατή, με τις υπάρχουσες στην περιοχή αντιλήψεις, συμπεριφορά του γιατρού εκτιμάται ότι θα δημιουργήσει προβλήματα στη σχέση του με τον ασθενή.