«Τι ήρθες τώρα σε μένα;»
Η γυναίκα εδώ και πολύ καιρό έχει προσέξει μία μάζα διαφορετική, σκληρή και ανώδυνη να μεγαλώνει στο στήθος της. Φοβάται, μερικές φορές ανησυχεί, αλλά δεν τολμά να μιλήσει για το θέμα σε κανέναν.
Και σε ποιόν να μιλήσει;
Στον άντρα της με τον οποίον δεν μπορεί να μοιραστεί τα προσωπικά της αισθήματα, αφού η σχέση τους μετά την σταδιακή απομάκρυνση και αδιαφορία του τα τελευταία χρόνια, έχει εμπλουτιστεί εδώ και καιρό από την ειρωνική και απαξιωτική συμπεριφορά απέναντι της;
Στο γιο της, που εκδηλώνει την αντροσύνη του στηρίζοντας τον μπαμπά του και που ασχολείται μόνο με τις παρέες του ή, τέλος, στην μικρή της κόρη που ετοιμάζεται να δώσει εισαγωγικές για το Πανεπιστήμιο και για την οποία φροντίζει να μην υπάρχει μέσα στο σπίτι οτιδήποτε που θα μπορούσε να διαταράξει την απερίσπαστη μελέτη;
Όσο για τους δικούς της ή τις φίλες της, που να βρεθούν μετά την μοναχική και αφιερωμένη στην οικογένεια ζωή που έκανε τόσα πολλά χρόνια, από τότε που παντρεύτηκε;
Η μικρή έδωσε τις εξετάσεις και η μάζα στο στήθος συνέχιζε να μεγαλώνει. Την ξεχνούσε διαβεβαιώνοντας τον εαυτό της ότι δεν είναι τίποτα. Όμως, μια μέρα, εκεί που καθόταν στην καρέκλα, δίπλα στο τραπέζι της κουζίνας, έχοντας βάλει για άλλη μία φορά το χέρι μέσα από του σουτιέν για να πιάσει αυτό που συνέχιζε να μεγαλώνει στο στήθος της, είδε λίγο αίμα στα δάκτυλα της. Τρομοκρατήθηκε. Τα έβαλε με τον εαυτό της και αποφάσισε να πάει να δει γιατρό.
Μόνη της, έχοντας περιποιηθεί τον εαυτό της, έφτασε στα εξωτερικά ιατρεία για να εξεταστεί από ένα γνωστό μαστολόγο. Πολύς κόσμος, αυτό την ανακούφισε λίγο. Για να έχει τόσους πολλούς να περιμένουν, θα είναι καλός σκέφτηκε. Άκουγε και τις άλλες γυναίκες που περίμεναν να τον επαινούν, αισθάνθηκε περισσότερο ήρεμη.
Ήρθε η σειρά της. Είπε στο γιατρό την ιστορία της και ότι δεν είχε μαζί της καινούργια μαστογραφία, είχε μια παλιά προ πενταετίας. «Τι να την κάνω αυτή» της είπε ο γιατρός και ούτε που την πήρε στα χέρια του.
Πήγε στο εξεταστικό κρεβάτι, ξεντύθηκε και περίμενε τον γιατρό να τελειώσει μία συνομιλία του σ’ ένα τηλεφώνημα που εν τω μεταξύ μεσολάβησε. Αισθανόταν άβολα. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στον γιατρό.
Αυτός την πλησιάζει με την λευκή καλοσιδερωμένη μπλούζα του και το λευκό πουκάμισο με την ριγέ γραβάτα, βάζει τα γυαλιά του, κοιτά προσεκτικά το άρρωστο στήθος, κάνει μία γκριμάτσα αποδοκιμασίας, απλώνει το χέρι του ψηλαφά και τα δύο στήθη και τις μασχάλες και στη συνέχεια, χωρίς να της πει κουβέντα, πάει στο νεροχύτη και πλένει τα χέρια του. Αυτή ντύνεται και κάθεται στην καρέκλα μπροστά στο γραφείο.
Τα μάτια της καρφωμένα στο πρόσωπο του γιατρού, περιμένοντας να μαντέψει από εκεί και όχι από τα λόγια το τι έχει να της πει. Ο γιατρός την κοιτά και αυτός και της λέει, κουνώντας με απορία τους ώμους του « Τι ήρθες τώρα σε μένα;». Δεν απαντά, τι να του απαντήσει; « Πώς το άφησες χριστιανή μου να γίνει έτσι; Πού ζεις;
Στον περασμένο αιώνα; Τι να κάνω τώρα εγώ μαζί σου;». Η γυναίκα αισθάνεται το κεφάλι της να βυθίζεται μέσα σε ένα πυκνό σύννεφο. «Τέλος πάντων θαυ σου δώσω εισιτήριο και ό,τι μπορέσω θα κάνω. Μην περιμένεις πολλά. Δεν έχεις κάποιον μαζί σου;».
«Πείτε μου γιατρέ είναι τόσο άσχημο;» « Τι άσχημο καλή μου; Εδώ μιλάμε για πολύ προχωρημένη νόσο. Τέλος πάντων, είπα ό,τι μπορέσω να κάνω, θα κάνω. Που είναι άντρας σου να συζητήσω μαζί του;» «Μόνη μου έχω έρθει». Ο γιατρός φαίνεται να απογοητεύεται. Δίνει εντολή στην γραμματέα να δώσει εισιτήριο εισαγωγής.
«Πότε θα μπω μέσα γιατρέ μου;» « «Όποτε σε καλέσουν. Βιάζεσαι κιόλας; Τώρα σ’ έπιασε η βιασύνη; Τόσο καιρό που τ’ άφησες να γίνει τούμπανο, τι έκανες;» είπε και γυρνώντας της την πλάτη πήγε να συνεχίσει τη δουλειά του με την επόμενη ασθενή.
Χωρίς να καταλάβει, έδωσε τα στοιχεία της στη γραμματέα. Ήθελε να εξαφανιστεί ή να σβήσει ό,τι της είχε συμβεί τα τελευταία 5 λεπτά. Το προτεταμένο χέρι και οι οδηγίες της γραμματέας για το τι να κάνει με το εισιτήριο, την επανέφεραν στην πραγματικότητα. Μόνο που πλέον δεν άκουγε.
Σαν να είχαν χαθεί οι θόρυβοι γύρω της και μόνο η επίκριση του γιατρού, ο άντρας της που την ειρωνευόταν, ο γιος της που το έπαιζε αντράκι μαζί της και η κόρη της που ασχολιόταν μόνο με το αν θα περάσει τις εξετάσεις κατοικούσαν στο μυαλό της.
Σαν μπόμπα έσκασαν επάνω της τα λόγια που της είπε ο γιατρός, αλλά και το πώς την αντιμετώπισε. Τόσα χρόνια (προσπάθησε να υπερασπιστεί τον εαυτό της σ’ ένα εσωτερικό μονόλογο) βοηθούσα με στωικότητα όλους, είχα αφοσιωθεί στον άντρα μου και στα παιδιά μου, πρόσεχα να μην δώσω αφορμή στην γειτονιά…
Ναι, αμέλησα τον εαυτό μου, είναι αλήθεια. Αλλά να είμαι τόσο βλάκας, που ακόμα και ο γιατρός μου το είπε κατάμουτρα! Τόσο μα τόσο αυτοκαταστροφική; Ανίκανη και βόδι, όπως μου τα έλεγε ο άντρας μου τα τελευταία χρόνια.
Βγήκε από το νοσοκομείο κατηγορώντας στις σκέψεις της τον εαυτό της, την ανικανότητα και την κακοτυχία της. Βγήκε από το νοσοκομείο βλέποντας τους άλλους γύρω της και συλλογιζόμενη το πόσο μηδαμινή είναι τελικά η αξία της.
Ξανάφερε στην μνήμη της το πώς την κοίταξε ο γιατρός, πως τις τα είπε. Ποια ήταν ακριβώς τα λόγια του; Και είναι και από τους καλύτερους. Δεν χωρά αμφιβολία: κατέστρεψα τον εαυτό μου. Τώρα τι θα κάνω;
Δεν θα δω τον Μάκη γαμπρό, ούτε την Ευγενία νυφούλα. Δεν θα κρατήσω εγγονάκια στην αγκαλιά μου, σκέφτηκε και την πήραν τα δάκρυα. Μ’ ένα μαντήλι μια σκούπιζε τα μάτια της, μια φυσούσε την μύτη της. Και δεν την ένοιαζαν, για πρώτη φορά, τι θα σκέφτονται οι γύρω της.