Η κολονοσκόπηση σώζει ζωές
Μία νέα μελέτη παρέχει αυτά που ανεξάρτητοι επιστήμονες αποκαλούν τα καλύτερα στοιχεία έως σήμερα για τη δυνατότητα της κολονοσκόπησης – ίσως της πιο δυσάρεστης προληπτικής εξέτασης για τον καρκίνο – να σώζει ζωές. Αν και πολλοί πίστευαν ότι θα πρέπει να σώζει ζωές για να την συνιστούν τόσο επίμονα οι γιατροί, έως τώρα δεν υπήρχαν ισχυρά στοιχεία επ’ αυτού.
Το κενό αυτό, όμως, πλέον καλύφθηκε, καθώς η παρακολούθηση 2.602 ασθενών επί έως 20 χρόνια έδειξε πως η θνησιμότητα από καρκίνο του παχέος εντέρου μειώθηκε κατά 53% σε όσους έκαναν την εξέταση και οι γιατροί προχώρησαν σε αφαίρεση των προκαρκινικών πολυπόδων που εντόπισαν.
Οι πολύποδες του εντέρου (ή αδενωματώδεις πολύποδες ή αδενώματα στο κόλον και ορθόν έντερο, όπως λέγονται επιστημονικά) είναι καλοήθεις όγκοι που ενδέχεται να εξελιχθούν σε καρκίνο, γι’ αυτό και θεωρούνται προκαρκινικοί όγκοι. «Για οποιαδήποτε προληπτική εξέταση του καρκίνου, η μείωση της θνησιμότητας είναι ο απώτερος στόχος», δήλωσε η δρ Τζίνα Βακάρο, γαστρεντερολογική ογκολόγος στο Κέντρο Καρκίνου Knight του Πανεπιστημίου Υγείας & Επιστήμης του Ορεγκον, η οποία δεν συμμετείχε στη μελέτη. «Η μελέτη αυτή δείχνει πως η θνησιμότητα μειώνεται εάν αφαιρεθούν οι πολύποδες – και μείωση κατά 53% είναι πολύ εντυπωσιακή».
Μείζων αιτία θανάτου
Οι καρκίνοι του παχέος εντέρου αποτελούν μείζονα αιτία θανάτου από καρκίνο στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες της Δύσης. Είναι επίσης ένα από τα λίγα είδη καρκίνου που μπορούν να προληφθούν με το τακτικό τσεκ-απ. Εφέτος αναμένεται να καταγραφούν μόνο στις ΗΠΑ περισσότερα από 143.000 νέα κρούσματα και 51.000 θάνατοι. Η συχνότητα και η θνησιμότητα των ασθενών με τους συγκεκριμένους καρκίνους μειώνεται σταθερά εδώ και 20 χρόνια, πιθανώς εξαιτίας της αυξημένης χρήσης των προληπτικών εξετάσεων και της βελτίωσης των θεραπειών. Ωστόσο, μόλις οι έξι στους δέκα ενηλίκους κάνουν τσεκ-απ γι’ αυτούς.
Προγενέστερες μελέτες είχαν δείξει πως, όταν αφαιρούνται οι πολύποδες του εντέρου, μειώνεται σημαντικά η συχνότητα του καρκίνου του παχέος εντέρου. Ωστόσο αναπάντητο παρέμενε το ερώτημα εάν η αφαίρεση αυτή στα αλήθεια σώζει ζωές. Και αυτό, διότι οι γιατροί θα μπορούσαν να αφαιρούν καλοήθεις όγκους οι οποίοι ουδέποτε θα εξελίσσονταν σε καρκίνο, άρα δεν θα απειλούσαν τη ζωή των ασθενών, ή αυτοί να χάνουν πολύποδες που θα μπορούσαν να αποβούν μοιραίοι.
«Η μελέτη αυτή δίνει τέλος στην αβεβαιότητα», δήλωσε ο δρ Ντέιβιντ Α. Ρόδενμπεργκερ, καθηγητής και αναπληρωτής διευθυντής Χειρουργικής στο Κέντρο Καρκίνου του Πανεπιστημίου της Μινεσότα, ο οποίος δεν συμμετείχε στη νέα μελέτη. «Είναι πολύ σπουδαίο θέμα», πρόσθεσε ο δρ Ρόμπερτ Α. Σμιθ, διευθυντής του Τομέα Ελέγχου Καρκίνου της Αμερικανικής Εταιρείας Καρκίνου (ACS).
Η νέα μελέτη
Οπως γράφουν στην «Ιατρική Επιθεώρηση της Νέας Αγγλίας» (NEJM) ο γαστρεντερολόγος δρ Σίδνεϊ Γουΐναγουερ από το Κέντρο Καρκίνου Memorial Sloan-Kettering στη Νέα Υόρκη και οι συνεργάτες του, οι ασθενείς που παρακολούθησαν είχαν κάνει κολονοσκόπηση και αφαίρεση πολύποδα την περίοδο 1980-1990. Οι ερευνητές συνέκριναν τα ποσοστά θανάτου από καρκίνο του παχέος εντέρου στους 2.602 εθελοντές με αυτά του γενικού πληθυσμού. Με βάση τις αναλογίες του γενικού πληθυσμού, θα περίμεναν να έχουν στο δείγμα τους 25,4 θανάτους από τη νόσο, αλλά βρήκαν μόλις 12, μείωση που μεταφράζεται σε 53% λιγότερους.
Η νέα μελέτη δεν συνέκρινε την κολονοσκόπηση, η οποία γίνεται με έναν εύκαμπτο σωλήνα με κάμερα, με τις άλλες μεθόδους ανίχνευσης του καρκίνου στο παχύ έντερο (όπως την εξέταση κοπράνων για αίμα), οπότε δεν δίνει τέλος στη μακροχρόνια διαμάχη για το ποια προληπτική εξέταση είναι πιο αποτελεσματική.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, δείχνει πως είναι σωτήριο να ελέγχεται κανείς προληπτικά αρχίζοντας συνήθως στην ηλικία των 50 ετών. Ο προληπτικός έλεγχος αξίζει τον κόπο όχι μόνο για να μην πάθει κανείς καρκίνο (δεν εξελίσσονται όλοι οι πολύποδες σε καρκίνο, όμως σχεδόν όλοι οι καρκίνοι του εντέρου έχουν ξεκινήσει από έναν πολύποδα), αλλά και επειδή υπάρχουν πάρα πολλές πιθανότητες ιάσεως εάν ανιχνευθεί εγκαίρως καρκίνος στο παχύ έντερο.
Η κολονοσκόπηση δεν χρειάζεται να γίνει κάθε χρόνο. Εάν δεν υπάρχουν πολύποδες, συνιστάται επανάληψη κάθε 10 χρόνια. Αν βρεθούν πολύποδες, συνήθως συνιστάται επανάληψη κάθε 3 χρόνια.